Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διεθνές

  • 21 βραβείο(ν)

    το награда, приз, премия;

    τό πρώτο βραβείο(ν) — первая премия;

    τό Διεθνές βραβείο(ν) Λένιν της ειρήνης — Международная Ленинская премия мира;

    χρυσούν βραβείο(ν) — золотая медаль;

    χρηματικό βραβείο(ν) — денежная премия;

    ηθικό βραβείο(ν) — почётная грамота, диплом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βραβείο(ν)

  • 22 βραβείο(ν)

    το награда, приз, премия;

    τό πρώτο βραβείο(ν) — первая премия;

    τό Διεθνές βραβείο(ν) Λένιν της ειρήνης — Международная Ленинская премия мира;

    χρυσούν βραβείο(ν) — золотая медаль;

    χρηματικό βραβείο(ν) — денежная премия;

    ηθικό βραβείο(ν) — почётная грамота, диплом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βραβείο(ν)

  • 23 δίκαιο

    [ν] τό
    1) право, справедливое требование; правота;

    έχω δίκαιο — быть правым;

    δεν έχω δίκαιο — быть неправым;

    διεκδικώ τα δίκαια μου отстаивать свои права;
    2) справедливость; εν ονόματι τού δικαίου во имя справедливости; 3) правосудие;

    απονέμω δίκαιο — отправлять правосудие;

    4) юр. право; юриспруденция;

    δημόσιο (ποινικό, διεθνές) δίκαιο — государственное (уголовное, международное) право:

    συνταγματικό δίκαιο — конституционное право;

    ιδιωτικό ( — или αστικό) δίκαιο — гражданское право;

    5) закон, правило;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δίκαιο

  • 24 νομισματικός

    η, ό[ν]
    1) нумизматический;

    νομισματική συλλογή — нумизматическая коллекция;

    2) монетный; денежный; валютный;

    νομισματική μεταρρύθμιση — денежная реформа;

    διεθνές νομισματικό ταμείο — международный валютный фонд

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > νομισματικός

  • 25 SOS

    [esəu'es]
    (a call for help or rescue, often in code and usually from a distance: Send an SOS to the mainland to tell them that we are sinking!) διεθνές σήμα κινδύνου

    English-Greek dictionary > SOS

  • 26 международный

    επ.
    διεθνής•

    -ая политика η διεθνής πολιτική•

    -ое право διεθνές δίκαιο•

    -ая солидарность δίΐεθνής αλληλεγγύη•

    -ая выставка διεθνής έκθεση.

    Большой русско-греческий словарь > международный

  • 27 право

    -а, πλθ.ουδ.
    1. δικαίωμα•

    избирательное право εκλογικό δικαίωμα•

    гражданские -а τα πολιτικά δικαιώματα•

    право на отдых δικαίωμα ανάπαυσης•

    право на труд δικαίωμα εργασίας•

    право нации на самоотределение δικαίωμα του έθνους για αυτοδιάθεση•

    -а и объя-занности δικαιώματακαι υποχρεώσεις•

    лишить прав гражданства στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων•

    какое вы имеете право τι δικαίωμα έχετε•

    не имеете право δεν έχετε δικαίωμα.

    2. δίκαιο•

    буржуазное право αστικό δίκαιο•

    международное право διεθνές δίκαιο•

    уголовное право ποινικό δίκαιο.

    3. άδεια•

    водительские -а άδεια οδηγού αυτοκινήτου•

    право на охоту άδεια κυνηγίου.

    εκφρ.
    в -е (сделать) – έχω το δικαίωμα, δικαιούμαι•
    на -ах – με την ιδιότητα•
    по -у – νόμιμα, δικαιωματικά•
    на равных правах – με ίσα δικαιώματα.
    (παρνθ. λ.).
    1. πραγματικά, αλήθεια.
    2. λόγω τιμής, μα την αλήθεια•

    право слово λόγω τιμής.

    Большой русско-греческий словарь > право

См. также в других словарях:

  • Διεθνές Δικαστήριο — Ένα από τα κύρια όργανα που ίδρυσε ο ΟΗΕ για να προωθείται ο ειρηνικός διακανονισμός των διαφορών που ανακύπτουν ανάμεσα στα κράτη μέλη του καθώς και ανάμεσα σε ιδιώτες και κράτη. Η ανάγκη ύπαρξης ενός τέτοιου θεσμού εμφανίστηκε από παλιά, αλλά η …   Dictionary of Greek

  • Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο — (ΔΠΔ). Το πρώτο ανεξάρτητο και διαρκές διεθνές ποινικό δικαστήριο που ιδρύθηκε στις 17 Ιουλίου 1998 υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, με την υιοθέτηση του καταστατικού του από τη Διπλωματική Διάσκεψη της Ρώμης. Το ΔΠΔ έχει ως αρμοδιότητα την εκδίκαση… …   Dictionary of Greek

  • Διεθνές Γεωφυσικό Έτος — (ΔΓΕ). Χρονική περίοδος στη διάρκεια της οποίας επιστήμονες από πολλά κράτη, ειδικοί στη μελέτη της Γης και των φαινομένων που την αφορούν άμεσα, διεξήγαγαν ένα πρόγραμμα ερευνών και μελετών που είχε συμφωνηθεί και οργανωθεί εκ των προτέρων. Η… …   Dictionary of Greek

  • Ελευθέριος Βενιζέλος, Διεθνές Αεροδρόμιο — Διεθνές αεροδρόμιο της Αθήνας, το οποίο ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 28 Μαρτίου 2001, αντικαθιστώντας το αεροδρόμιο Ελληνικού. Βρίσκεται στην περιοχή των Σπάτων, 25 χλμ. ΒΔ του παλαιού αεροδρομίου και περίπου 17 χλμ. από το κέντρο της Αθήνας.… …   Dictionary of Greek

  • Διεθνές Γραφείο Εργασίας — (ΔΓΕ). Οργανισμός που υπάγεται στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ). Πρόκειται για ανεξάρτητο, ειδικευμένο διεθνή οργανισμό που συνεργάζεται με τον ΟΗΕ. Ο οργανισμός αυτός είναι δημιούργημα της Συνθήκης των Βερσαλιών και αποβλέπει στην εναρμόνιση… …   Dictionary of Greek

  • διεθνές δίκαιο — Όρος που αναφέρεται γενικά στο σύνολο των νομικών κανόνων που αφορούν σχέσεις ανάμεσα στα κράτη ή ανάμεσα στα κράτη και σε διεθνείς οργανισμούς ή ανάμεσα σε πρόσωπα που ζουν σε διαφορετικές επικράτειες ή εξαρτούν έννομα συμφέροντα που διέπονται… …   Dictionary of Greek

  • Διεθνές Νομισματικό Ταμείο — (ΔΝΤ). Υπηρεσία του ΟΗΕ που συστάθηκε, μαζί με τη Διεθνή Τράπεζα Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης (Παγκόσμια Τράπεζα), με απόφαση στο πλαίσιο της Νομισματικής και Χρηματοδοτικής Διάσκεψης του ΟΗΕτο 1944, στο Μπρέτον Γουντς των ΗΠΑ. Η έδρα του… …   Dictionary of Greek

  • Ταμείο, Διεθνές Νομισματικό (ΔΝΤ) — Οργανισμός διεθνούς συνεργασίας στο νομισματικό πεδίο, του οποίου προορισμός είναι να διευκολύνει την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών, εξασφαλίζοντας τη σταθερότητα των νομισμάτων τους. Το ΔΝΤ γεννήθηκε από τη νομισματική και… …   Dictionary of Greek

  • αλτ — διεθνές γυμναστικό παράγγελμα στάσου! ακίνητος! [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. halt «στάσου» προστακτική τού ρ. halten «σταματώ»] …   Dictionary of Greek

  • κηδεμονία — Διεθνές σύστημα διοίκησης και εποπτείας του διεθνούς δικαίου, που προβλέπεται από τα άρθρα 75 91 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο αντικατέστησε το παλαιότερο σύστημα της εντολής της Κοινωνίας των Εθνών. Περιλαμβάνει τα εδάφη που διατελούσαν …   Dictionary of Greek

  • δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»