-
21 συμφοιτάω
A go regularly to a place together, Hdt.2.60, 4.180; esp., go to school together, Ar.Eq. 988 (lyr.), Pl.Euthd. 272d, D.39.24, Gal.6.756; τινι with one, Luc.Ind.3; , etc.;εἰς ταὐτὸ διδασκαλεῖόν τινι X.Smp.4.23
;εἰς Ἀσκληπιοῦ Aristid. Or.23(42).16
. (Cf.φοιτάω 1.5
, φοιτητής.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμφοιτάω
-
22 χορεῖον
χορ-εῖον, τό,2 = αὔλημα, Hsch.; = διδασκαλεῖον, Id. (sed. leg. χορ<ηγ> εῖον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χορεῖον
-
23 γραμματοδιδασκαλεῖον
-
24 διδάσκω
Grammatical information: v.Meaning: `teach' (Od.)Other forms: Aor. διδάξαι (like ἀλύσκω: ἀλύξαι; s. lit. below), perf. med. δεδιδάχθαι; posthom. διδασκῆσαι (Hes.), διδάξω (A.), δεδίδαχα (Pl.)Derivatives: διδάσκαλος m. (f.) `teacher' (Ion.-Att., h. Merc.) with διδασκαλία `doctrine, education' (Pi.), διδασκάλιον `knowledge' (Hdt.), late in plur. `premium', διδασκαλικός `belonging to the teacher', διδασκαλεῖον `school' (Ion.-Att.). - (After ταράξαι: ταραχή, τάραξις, τάραγμα) διδαχή `education' (Ion.-Att.), δίδαξις `id.' (E.), δίδαγμα `id.' (Ion.-Att.), διδαγμοσύνη `id.' (astrol.). - δίδακτρα pl. `teacher's fee' (Theoc.; cf. Chantr. Form. 332); διδακτήριον `proof' (Hp.); - διδακτικός `prepared to learn' (Ph., NT).Etymology: Reduplicated σκ-presens with factitive meaning to δαῆναι (s. v.) \< *δασ-ῆναι; because the stem syllable became unclear the reduplication, and partly also the σκ-suffix was used in the non-present forms. - See Debrunner Mélanges Boisacq 1, 251ff.Page in Frisk: 1,387Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > διδάσκω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διδασκαλεῖον — teaching place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκαλεῖα — διδασκαλεῖον teaching place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pedagogy — (IPAEng|ˈpɛdəgɒdʒi), or paedagogy is the art or science of being a teacher. The term generally refers to strategies of instruction, or a style of instruction. [ [from NSF] ] Pedagogy is also sometimes referred to as the correct use of teaching… … Wikipedia
Огласительное училище — (александрийское) (το τής χατηχήσεως διδασκαλεΐον) так называлось христианское училище, которое основано было, как полагают, еще во времена апостольские, евангелистом Марком. В начале это училище было одним из тех, которые устраивались при… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
NATURA — Poetis modo Iovis mater, modo subiecta, modo consors, modo nescio quidaliud. Sidonius. Cum Iuvenem super astra Iovem Natura Locaret, Susciperetque novus regna vetusta Deus. Priscianus Periegesi, Naturae gentior, quae mundum continet omnem.… … Hofmann J. Lexicon universale
SCHOLA — quid proprie sit, indicat Ausonius Eidyll. 4. ad Nepot. v. 5. Graio Schola nomine dicta est, Iustae laboriferis tribuantur ut otia curis. A Graeco nempe χολὴ, quod otium denotat, nomen invenit. Quia enim secundum Celsum de re Med. l. 1. in Prooem … Hofmann J. Lexicon universale
δασκαλειό — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 69 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στις ανατολικές ακτές του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Άποψη του οικισμού Δασκαλειό στην Αττική. II Τοπωνύμια της ελλαδικής … Dictionary of Greek
διδασκαλείο — και δασκαλειό, το (AM διδασκαλείον) [διδάσκαλος] τόπος όπου γίνεται διδασκαλία, σχολείο, εκπαιδευτήριο νεοελλ. ανώτερο σχολείο επιμορφώσεως δασκάλων δημοτικής ή μέσης εκπαιδεύσεως αρχ. στον πληθ. τα διδασκαλεία τα δίδακτρα … Dictionary of Greek
εκπαίδευση — Η ανάπτυξη των σωματικών, διανοητικών και ηθικών δυνάμεων του παιδιού· η ανατροφή· η μόρφωση που αποκτάται με τη διδασκαλία, η παιδεία· καθένα από τα στάδια της μόρφωσης που παρέχεται στο σχολείο· η εκγύμναση στα όπλα. Οι πρώτοι που… … Dictionary of Greek
κήρωμα — και κέρωμα, το (ΑΜ κήρωμα) [κηρώ] η επικάλυψη, η επάλειψη ενός αντικειμένου με κερί μσν. αρχ. τόπος κοντά στην παλαίστρα όπου οι αθλητές άλειφαν το σώμα τους με ύλη που περιείχε κερί μσν. μτφ. παλαίστρα αρχ. 1. το επικάλυμμα από κερί 2. πράγμα… … Dictionary of Greek
φωλεόν — τὸ, Α (ιων. λ.) 1. (κατά τον Ησύχ.) «οὗ χορεύουσι καὶ διδάσκουσι, διδασκαλεῖον» 2. στον πληθ. τὰ φωλεά βλ. φωλεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωλεός, με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek