-
1 φθονεω
1) завидовать(Hom., Xen.; φ. τινί τινος Plat.)
ὅ φθονῶν ἐπὴ κακοῖς τοῖς τῶν πέλας ἡδόμενος ἀναφανήσεται Plat. — завистливый обнаруживает радость по поводу несчастий ближних;τοῖς ἀγαθοῖς τινος φ. Xen. — завидовать чьему-л. счастью;φθονεῖσθαι διά τι Xen. — быть предметом зависти из-за чего-л.;νικῶν οὐκ ἂν θαυμάζοιο, ἀλλὰ φθονοῖο Xen. — как победитель ты стал бы предметом не восхищения, а зависти ( слова Симонида Гиерону)2) питать злобу, ненавидеть3) отказывать (из зависти или недоброжелательства)τί τ΄ ἄρα φθονέεις ἀοιδὸν τέρπειν ; Hom. — почему ты не позволяешь певцу услаждать (нас)?;
οἱ (θεοὴ) ἐφθόνησαν ἄνδρα ἕνα τῆς Ἀσίης βασιλεῦσαι Her. — боги воспротивились тому, чтобы один человек воцарился в Азии;преимущ. — с отрицанием μή или οὐ:— не отказывать, соглашаться (οὐκ ἂν ἔγωγε τούτων σοι φθονέοιμι ἀγορεῦσαι Hom.):οὔ τινα φθονέω δόμεναι Hom. — я не против того, чтобы кто-нибудь подал (тебе что-л.);μή μοι φθόνει λέγων Aesch. — не скрывай от меня ничего;μέ φθόνει μοι ἀποκρίνασθαι τοῦτο Plat. — не откажи в любезности ответить мне на это;οὐ φθονῶ σ΄ ὑπεκφυγεῖν Soph. — я согласна на твое бегство
См. также в других словарях:
διαπεφθονηκότες — διά , ἀπό φθονέω bear ill will perf part act masc nom/voc pl διά φθονέω bear ill will perf part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεφθόνουν — διά φθονέω bear ill will imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) διά φθονέω bear ill will imperf ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεφθονεῖτο — διά φθονέω bear ill will imperf ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεφθονηκέναι — διά φθονέω bear ill will perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεφθονηκότες — διά φθονέω bear ill will perf part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεφθονηκότων — διά φθονέω bear ill will perf part act masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεφθονηκώς — διά φθονέω bear ill will perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεφθονοῦντο — διά φθονέω bear ill will imperf ind mp 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεφθονήθη — διά φθονέω bear ill will aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεφθόνησεν — διά φθονέω bear ill will aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεφθονήκασι — διεφθονήκᾱσι , διά φθονέω bear ill will perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)