-
121 δια-πυρσαίνω
δια-πυρσαίνω, erleuchten, τοῦ οὐρανοῦ, Philostr.
-
122 δια-πυρόω
δια-πυρόω, verbrennen, auch med., Τροίαν διεπυρωσάμην Eur. Cycl. 690; pass., übertr., τῷ ϑυμῷ διετυροῦτο Plut. Phoc. 6.
-
123 δια-πυριάω
δια-πυριάω, erhitzen, Hippocr.
-
124 δια-πυρίζω
δια-πυρίζω, dasselbe, Hesych. διοργισϑῆναι.
-
125 δια-πυκτεύω
δια-πυκτεύω, im Faustkampfe wetteifern, kämpfen, τινί, mit Einem, Xen. Cyr. 7, 5, 53; übh. sich streiten, τινί, Luc. Gall. 22.
-
126 δια-πυνθάνομαι
δια-πυνθάνομαι (s. πυνϑάνομαι), durchforschen, -fragen, τί, Plat. Conv. 172 a; τοῦ ϑεοῦ, πῶς χρή Rep. V, 469 a; sich genau nach etwas erkundigen, Xen. Hell. 5, 4, 2; τί τινος, Plut. Cat. min. 16; Rom. 8.
-
127 δια-πωρόομαι
δια-πωρόομαι, pass., eine Schwiele bekommen, Hippocr.
-
128 δια-πωλέω
δια-πωλέω, (vereinzelt) verkaufen, Xen. Hell. 4, 6, 6 u. Sp., wie Plut. Oth. 4.
См. также в других словарях:
Δία — Δίᾱ , Δίη fem nom/voc/acc dual Δίᾱ , Δίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — through indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δῖα — neut nom/voc/acc pl Δῖον neut nom/voc/acc pl Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
δία — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
Δίᾳ — Δίαι , Δίη fem nom/voc pl Δίᾱͅ , Δίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά κενής — διά κενῆς και διακενῆς (ενν. πράξεως) επίρρ. (AM) 1. άσκοπα, μάταια, ανώφελα 2. χωρίς λόγο, αναίτια … Dictionary of Greek
Διᾶ — Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διά — Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῖα — δῖος heavenly fem nom/voc sg (epic) δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δία — δί̱ᾱ , δῖος heavenly fem nom/voc/acc dual δί̱ᾱ , δῖος heavenly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)