-
1 δια-δέρκομαι
δια-δέρκομαι (s. δέρκομαι), durchblicken; Einen durch Etwas hindurch erblicken; Homer. Iliad. 14, 344 μήτε ϑεῶν τό γε δείδιϑι μήτε τιν' ἀνδρῶν ὄψεσϑαι· τοῖόν τοι ἐγὼ νέφος ἀμφικαλύψω χρύσεον. οὐδ' ἂν νῶι διαδράκοι ἠέλιός περ, οὗ τε καὶ ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασϑαι. – Stasin. bei Tzetz. Chil. 2, 713.
-
2 διαδέρκομαι
δια-δέρκομαι (s. δέρκομαι), durchblicken; einen durch etwas hindurch erblicken
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский