-
1 διαβαινω
(fut. διαβήσομαι, aor. 2 διέβην, pf. διαβέβηκα)1) широко расставлять ноги(ἐκκλίνειν καὴ διαβεβηκέναι Arst.; κολοσσοὴ διαβεβηκότες Plut.)
εὦ διαβάς Hom. — прочно упершись (в землю) расставленными ногами;2) переходить(τάφρον Hom.; ἐπὴ κλίνην ἀπὸ κλίνης Plut.; перен. διαβῆναι ἐξ ἄλλου γένους εἰς ἄλλο Arst.)
3) пересекать, переплывать(ποταμόν Her., Xen., Plut. и διὰ ποταμοῦ Xen.; τὸν Εὐρώταν Plut.)
4) переправляться, переезжать(ἐς Ἤλιδα διαβήμεναι Hom.; ἄνευ γεφυρῶν Xen.; εἰς τέν νῆσον Arst.; εἰς Ἀσίαν ἐξ Εὐρώπης Plut.; πρὸς τὸ τῆς Ἄγρας, sc. ἱερόν Plat.)
5) обращаться(τῷ λόγῳ ἔς τινα Her.)
6) превосходить, превышать(τῇ δυνάμει τοῦ λόγου Plut.)
См. также в других словарях:
ευδιάβατος — η, ο (ΑΜ εὐδιάβατος, ον) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαβεί εύκολα, ο ευκολοπέραστος («εὐδιάβατοι ποταμοί», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια βατός (< δια βαίνω)] … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek
αεροβάτης — ο (Α ἀεροβάτης) αυτός που βαδίζει, που πετά στον αέρα (στα Νεοελληνικά με μτφ. σημασία) αυτός που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, που πετά στα σύννεφα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, ονειροπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + βάτης < θ. βᾰ … Dictionary of Greek
ζάβατος — ζάβατος, ον (Α) 1. (αιολ. τ.), βλ. διαβατός 2. (κατά τον Ησύχ.) «πίναξ ἰχθυηρός», γαβάθα για ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα «διά» + βατός (< βαίνω)] … Dictionary of Greek
θαλασσοβάτης — ο (Μ θαλασσοβάτης), νεοελλ. μικρό νηκτικό πτηνό τού Β. Ατλαντικού μσν. αυτός που διαβαίνει τη θάλασσα («θαλασσοβάτης Ἀλφειός» γιατί σύμφωνα με τη μυθολογία διαπερνούσε το Ιόνιο κι έβγαινε στη Σικελία). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βάτης (< βαίνω) … Dictionary of Greek
κωλόβαθρον — κωλόβαθρον, τὸ (Α) το ξυλοπόδαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + βάθρον (< βαίνω), πρβλ. διά βαθρον, υπό βαθρον] … Dictionary of Greek
ληνοβάτης — ληνοβάτης, ὁ (ΑM) αυτός που πατά τα σταφύλια στο πατητήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληνός «πατητήρι» + βάτης (< βαίνω), πρβλ. δια βάτης, παρα βάτης] … Dictionary of Greek