Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διαφῠγή

  • 1 διαφυγη

        ἥ средство избежать, мера предосторожности
        

    (κινδύνου Plat.)

        οὐχ ὁρῶν ἑτέραν διαφυγέν ἐκ τῶν παρόντων Plut.не видя другого выхода из сложившихся обстоятельств

    Древнегреческо-русский словарь > διαφυγη

  • 2 διαφυγή

    η
    1) бегство, побег; 2) уклонение, избежание; 3) утечка; просачивание;

    διαφυγή του ήλεκτρικού ρεύματος (τού αερίου) — утечка электричества (газа)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διαφυγή

  • 3 διαφυγή

    [диафиги] ουσ θ бегство, побег.

    Эллино-русский словарь > διαφυγή

  • 4 προσεχω

        (fut. προσέξω, aor. προσέσχον)
        1) приставлять, придвигать, прикладывать
        

    (τὸ σῶμα γῇ Plut.; π. μαστόν τινι Aesch.)

        2) приводить, причаливать
        

    (τὰς νῆας Her.)

        τίς σε προσέσχε χρεία ; Soph.какая надобность привела тебя (сюда)?

        3) (sc. ναῦν) причаливать, приставать (к берегу), прибывать
        

    (ἐς τέν Σάμον, πρὸς τὰς νήσους и τῇ νήσῳ Her.; κατὰ τὸν Μαυρουσίαν Plut.; τήνδε γῆν Soph.)

        4) обращать, поворачивать
        

    (ὄμμα Eur.)

        π. τὸν νοῦν τινι и πρός τινι Xen., Arph., Arst.; — обращать внимание на кого(что)-л., уделять внимание кому(чему)-л.;
        ἑαυτῷ προσέχων τὸν νοῦν Plat. — углубившись в свои мысли;
        προσέχων τὸν νοῦν μή πῃ διαφύγῃ ἥ δικαιοσύνη Plat. — следя за тем, чтобы не ускользнула (от нас) справедливость;
        προσέχων τέν γνώμην, ὅπως ἀκριβές τι εἴσομαι Thuc. — прилагая усилия к тому, чтобы мне точно узнать что-л.

        5) обращать внимание, прилагать старания
        

    (πρός τι Dem. и τι Sext.)

        τὸ σεαυτῷ π. Xen. — самоуглубление, размышление

        6) целиком посвящать себя, быть поглощенным
        

    (τοῖς ἔργοις Arph.; τῷ πολέμῳ Thuc.; τῇ ἀναγνώσει NT.)

        τὸν πόλεμον π. ἐντεταμένως Her. — воевать с неослабевающим рвением;
        π. τινί Arst., Plut.; — быть привязанным к (преданным) кому-л.

        7) присоединять
        

    (τι πρός τινι Plat.)

        ὥσπερ λεπὰς προσεχόμενος τῷ κίονι Arph. — присосавшийся, словно устрица, к столбу;
        προσέχεσθαι δεσμῶν ὕπο Eur. — быть привязанным;
        προσέχεσθαι τῷ ἄγει Thuc.быть причастным к преступлению

    Древнегреческо-русский словарь > προσεχω

См. также в других словарях:

  • διαφυγή — refuge fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφυγή — η (AM διαφυγή) γλυτωμός νεοελλ. (για υγρά ή αέρια) η έξοδος μέσα από ρωγμές ή πόρους, διαρροή, ξεθύμασμα (αερίων) μσν. καταφυγή*, καταφύγιο …   Dictionary of Greek

  • διαφυγῇ — διαφύσσω draw continually aor subj pass 3rd sg διαφύσσω draw continually aor subj pass 3rd sg διαφυγή refuge fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφυγή — η 1. το να ξεφεύγει κανείς, ο γλιτωμός, το ξεγλίστρημα: Δεν έχω τρόπο διαφυγής από την καθημερινότητα. 2. η διαρροή αερίων ή υγρών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφύγῃ — διαφεύγω get away from aor subj mp 2nd sg διαφεύγω get away from aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφύγηι — διαφύγῃ , διαφεύγω get away from aor subj mp 2nd sg διαφύγῃ , διαφεύγω get away from aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφυγαί — διαφυγή refuge fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφυγῆς — διαφυγή refuge fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφυγήν — διαφυγή refuge fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… …   Dictionary of Greek

  • διάφευξις — και διάφυξις (Α) διαφυγή, μέσα για διαφυγή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»