-
21 ἰσχυροποιέω
A strengthen,τὴν δύναμιν D.S.17.65
;τὰς ἐπικρατείας τινός Plb.28.20.7
;τόπον J.AJ15.8.5
; στόμαχον [Gal.]14.752; establish,τὰς διατριβὰς τῶν ῥητορικῶν Phld.Rh.1.192S.
:—[voice] Med., Onos.21.2:—[voice] Pass.,ἰσχυροποιεῖται τὰ μέσα Ascl.Tact.10.16
;τῆς δυναστείας -ουμένης D.S.14.9
, cf. Arr.Epict.2.18.7; of assertions, Vett.Val.333.7; to be valid,ἡ ἀναλογία οὐκ -εῖται S.E.M.1.201
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσχυροποιέω
-
22 διατριβή
δια-τριβή, ἡ, das Zerreiben, bes. das Verbrauchen der Zeit; (a) Verzögerung; διατριβὴν ἔχειν, von Sachen, die Zeit erfordern; διατριβὴν ποιεῖσϑαι, zögern, Ggstz σπεύδειν; dah. geradezu = Zögerung, tadelnd. Vom Orte, wo man verweilt. (b) Verwenden der Zeit auf eine Beschäftigung, Studium. Übh. = Lebensart; Leben. Auch = Unterredung; διατριβὰς μετ' ἀλλήλων διέτριβον, Umgang; Unterricht; Vorlesung. (c) Zeitvertreib, Ergötzlichkeit; Vergnügungsort. (d) feindliche Reibung, Zwist -
23 ἐπιπόλαιος
ἐπι-πόλαιος, obenauf befindlich, auf der Oberfläche; ὀφϑαλμοί, hervorstehende. Gew. übertr., deutlich, sichtbar; oberflächlich, καὶ πᾶσι κοινή, παιδεία, Ggstz ἀπηκριβωμένη; τὰς ἐπιπολαίας ἡδονὰς καὶ διατριβὰς ἀγαπᾶν, die gewöhnlichen, gemeinen; ὕπνος, leiser Schlaf; τραῦμα, leichte Wunde. Adv. ἐπιπολαίως, z. B. τιτρώσκειν, auf der Oberfläche, leicht
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διατριβάς — διατριβά̱ς , διατριβή wearing away fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβή — η (AM διατριβή) 1. διαμονή, παραμονή σ έναν τόπο 2. απώλεια, κατανάλωση χρόνου, χρονοτριβή, καθυστέρηση, αναβολή 3. ενασχόληση, απασχόληση με κάτι, επίδοση σε κάτι («είναι ανώφελη η διατριβή σ αυτά τα θέματα», «ἀργὸν ποιεῑσθαι ἐπὶ σεμνοῑσιν… … Dictionary of Greek
BION — I. BION Borysthenites Philosophus, et Sophista callidus, Philosophiam variô orationis flore vestivit. Laertius, l. 4. c. 46. Fertur hic dixifle ad eum, qui fundos suos ingluvie voraverat, Terra Amphiaraum absorbuit, sed terr am tu. Auditor… … Hofmann J. Lexicon universale
HALOA — Hesych. Α῾λῶα ἑορτὴ Α᾿θήνῃσι. Cuius vero Dei fuerit, haudquaquam exprimit, ut neque Harpocration et Suid. qui tamen ex Philochoro nominis originem exponunt: Α῾λλῶα ἑορτή ἐςτιν Α᾿ττικὴ, Φιλόχορος δέ φησιν ὀνομαςθῆναι ἀπο τȏυ τότε τὸς ἀνθρώπους τὰς … Hofmann J. Lexicon universale
HINNULEUS — Graece νεβρὸς, cervus anniculus est, qui nihil adhuc cornuum habet, nisi ὥσπερ ςημείου χάριν, αρχην´ τινα, velut indicii ergo, initium quoddam, ut habet Philosophus: tuber vocant Venatores, Salmas. ad Solin. p. 221. Ε᾿λλὸς quoque Graecis cervi… … Hofmann J. Lexicon universale
PALAMEDIS — in Epigramm. veteri de Tabula, Hoc opus inventor nimium Palamedis amavit, Et parili excellens Mucius ingeniô: pro Palamedes, Graece Παλαμήδης. Sic Artabassis, pro Artabasses, apud Vobisc. in Probo, c. 4. Graece Α᾿ρταβάςςης: Lyristis, apud… … Hofmann J. Lexicon universale
επιπόλαιος — η, ο (AM ἐπιπόλαιος, ον θηλ. και ἐπιπολαία) 1. μτφ. αβέβαιος, ασαφής, επιφανειακός, μη εμβριθής, ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας τυχών», Ισοκρ. β. «επιπόλαιες αγάπες») 2. ο επιφανειακός, αυτός που δεν προχωρεί βαθιά… … Dictionary of Greek
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek
κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… … Dictionary of Greek
λύκειο — Το ανώτατο σκέλος της ελληνικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παλαιότερα, οι αντίστοιχες τάξεις του λ. υπάγονταν στο γυμνάσιο και λ. ονομάζονταν μόνο τα ιδιωτικά σχολεία και μερικά εκπαιδευτικά ιδρύματα (όπως το Βαρβάκειο), στα οποία… … Dictionary of Greek
προοδοποιώ — έω, ΜΑ προετοιμάζω την οδό, ετοιμάζω τον δρόμο (α. «ὁ δὲ παιδαγωγὸς οὐκ ἐναντίος τῷ διδασκάλῳ ἀλλὰ προοδοποιῶν αύτῷ», Ιωάνν. Δαμασκ. β. «πάντα γὰρ δεῑ τὰ τοιαῡτα προοδοποιεῑν πρὸς τὰς ὕστερον διατριβάς», Αριστοτ.) αρχ. 1. προετοιμάζω, ετοιμάζω εκ … Dictionary of Greek