-
1 διασυρω
1) досл. разрывать, перен. разгонять(τέν σύνοδον Polyb.)
2) протаскивать, насмехаться, высмеивать(τι Aeschin., Dem., Arst., Plut., τινά Anth. и τί τινος Luc.)
-
2 διασύρω
(αόρ. διέσυρα) μετ. чернить, порочить, позорить, ругать, поносить -
3 διασύρω
[диасиро] р. чернить, порочить.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διασύρω
-
4 διασύρω
[диасиро] ρ чернить, порочить. -
5 προδιασυρω
См. также в других словарях:
διασύρω — διασύρω, διέσυρα βλ. πίν. 217 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διασύρω — διασύ̱ρω , διασύρω tear in pieces aor subj act 1st sg διασύ̱ρω , διασύρω tear in pieces pres subj act 1st sg διασύ̱ρω , διασύρω tear in pieces pres ind act 1st sg διασύ̱ρω , διασύρω tear in pieces aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασύρω — (AM διασύρω) 1. ξεσχίζω, κομματιάζω 2. εξευτελίζω, διαπομπεύω νεοελλ. κακολογώ μσν. (αμτβ.) καθυστερώ, χρονοτριβώ αρχ. 1. παρασύρω 2. διασπείρω, διασκορπίζω, διαλύω («ὅρμησε σπεύδων καταταχῆσαι καὶ πτοήσας διασῡραι τὴν σύνοδον αὐτῶν») … Dictionary of Greek
διασύρω — διάσυρα και διέσυρα, διασύρθηκα, διασυρμένος, εξευτελίζω δημόσια, διαπομπεύω, χλευάζω: Η τιμή του διασύρθηκε από την ίδια του τη γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διέσυρεν — διασύρω tear in pieces aor ind pass 3rd pl (epic) διέσῡρεν , διασύρω tear in pieces aor ind act 3rd sg διέσῡρεν , διασύρω tear in pieces imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρθέντα — διασύρω tear in pieces aor part pass neut nom/voc/acc pl διασύρω tear in pieces aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρῇ — διασύρω tear in pieces aor subj pass 3rd sg διασῠρῇ , διασύρω tear in pieces fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρέντα — διασύρω tear in pieces aor part pass neut nom/voc/acc pl διασύρω tear in pieces aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρέντων — διασύρω tear in pieces aor part pass masc/neut gen pl διασύρω tear in pieces aor imperat pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασέσυρκε — διασύρω tear in pieces perf imperat act 2nd sg διασύρω tear in pieces perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασεσυρμένην — διασύρω tear in pieces perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)