-
1 компрометировать
компрометироватьнесов ἐκθέτω, διασύρω. -
2 оплевать
оплеватьсов, оплевывать несов1. (κατα)φτύνω, (κατα)πτύω·2. перен разг διασύρω, πομπεύω -
3 поносить
поносить Iсов1. (одежду) φορώ γιά λίγο διάστημά2. (в руках) κρατώ γιά λίγο στά χέρια.поносить IIнесов (ὐ)βρίζω (ругать)/ κακολογώ, διασύρω,δυσφημώ (позорить). -
4 смешать
смеш||атьсов см. смешивать· ◊ \смешать кого-л. с грязью διασύρω κάποιον. -
5 компрометировать
-рую, -руешьρ.δ. μ. εκθέτω, προσβάλλω την υπόληψη κάποιου, κομπρομεντάρω, διασύρω.εκτίθεμαι, διασύρομαι, δυσφημούμαι. -
6 ославить
-влю, -вишьρ.σ.μ. δυσφημώ, κακολογώ, διασύρω. || κολλάω ρετσινιά.δυσφημούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
7 порочить
-чу, -чишьρ.δ.μ.δυσφημώ, -ίζω, κακολογώ, αμαυρώνω, διασύρω (τη φήμη, την υπόληψη, τιμή, το όνομα). || επικρίνω, κατακρίνω, καταδικάζω αποδοκιμάζω.δυσφημίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
8 распечатать
ρ.σ.μ.1. αποσφραγίζω, ξεσφραγίζω, αφαιρώ τη σφραγίδα. || ανοίγω, ξεκολλώ (επιστολή, πακέτο κ.τ.τ.).2. διαδίδω,γνωστοποιώ με τον τύπο. || μτφ. κυκλοφορώ ψευδεις διαόόσεις, δυσφημώ, αδικοβγάζω• διασύρω• σπιλώνω.ανοίγομαι, ξεκολλώ, αποσφραγίζομαι. -
9 шельмовать
-мую, -муешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шельмованный, βρ: -вал, -а, -оρ.δ.μ.κατηγορώ, δυσφημίζω, διασύρω κακολογώ.δυσφημίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
διασύρω — διασύρω, διέσυρα βλ. πίν. 217 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διασύρω — διασύ̱ρω , διασύρω tear in pieces aor subj act 1st sg διασύ̱ρω , διασύρω tear in pieces pres subj act 1st sg διασύ̱ρω , διασύρω tear in pieces pres ind act 1st sg διασύ̱ρω , διασύρω tear in pieces aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασύρω — (AM διασύρω) 1. ξεσχίζω, κομματιάζω 2. εξευτελίζω, διαπομπεύω νεοελλ. κακολογώ μσν. (αμτβ.) καθυστερώ, χρονοτριβώ αρχ. 1. παρασύρω 2. διασπείρω, διασκορπίζω, διαλύω («ὅρμησε σπεύδων καταταχῆσαι καὶ πτοήσας διασῡραι τὴν σύνοδον αὐτῶν») … Dictionary of Greek
διασύρω — διάσυρα και διέσυρα, διασύρθηκα, διασυρμένος, εξευτελίζω δημόσια, διαπομπεύω, χλευάζω: Η τιμή του διασύρθηκε από την ίδια του τη γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διέσυρεν — διασύρω tear in pieces aor ind pass 3rd pl (epic) διέσῡρεν , διασύρω tear in pieces aor ind act 3rd sg διέσῡρεν , διασύρω tear in pieces imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρθέντα — διασύρω tear in pieces aor part pass neut nom/voc/acc pl διασύρω tear in pieces aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρῇ — διασύρω tear in pieces aor subj pass 3rd sg διασῠρῇ , διασύρω tear in pieces fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρέντα — διασύρω tear in pieces aor part pass neut nom/voc/acc pl διασύρω tear in pieces aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρέντων — διασύρω tear in pieces aor part pass masc/neut gen pl διασύρω tear in pieces aor imperat pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασέσυρκε — διασύρω tear in pieces perf imperat act 2nd sg διασύρω tear in pieces perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασεσυρμένην — διασύρω tear in pieces perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)