-
1 διαπραγματεύσεις
преговориГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > διαπραγματεύσεις
-
2 αρχίζω διαπραγματεύσεις
-
3 возобновить
возобновить, возобновлять ανανεώνω, έπα ναλα βαίνω· во зобновить переговоры επαναλαβαίνω τις. διαπραγματεύσεις* * *= возобновлятьανανεώνω, έπαναλαβαίνωвозобнови́ть перегово́ры — επαναλαβαίνω τις διαπραγματεύσεις
-
4 переговоры
переговоры мн. οι διαπραγματεύσεις· мирные \переговоры οι ειρηνικές συνομιλίες· вести \переговоры διαπραγματεύομαι* * *мн.οι διαπραγματεύσειςми́рные перегово́ры — οι ειρηνικές συνομιλίες
вести́ перегово́ры — διαπραγματεύομαι
-
5 переговоры
мн. οι συνομιλί/ες, οι διαπραγματεύσειςвозобновление - ов επανέναρξη/ανανέωση των - ώνзавершение - ов ολοκλήρωση/λήξη των - ώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переговоры
-
6 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
7 затягивать
затягивать, затянуть 1) (стянуть) σφίγγω 2) (задерживать) καθυστερώ \затягивать пере говоры παρατραβώ τις δια πραγματεύσεις* * *= затянуть1) ( стянуть) σφίγγω2) ( задерживать) καθυστερώзатя́гивать перегово́ры — παρατραβώ τις διαπραγματεύσεις
-
8 предварительный
предвари́тельная прода́жа биле́тов — η προκαταβολική πούληση εισιτηρίων
2) ( неокончательный) προκαταρκτικόςпредвари́тельные перегово́ры — οι προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις
-
9 вести
вести́несов1. (сопровождать) ὀδηγῶ, συνοδεύω, πηγαίνω κάποιον:\вести за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·2. (идти во главе) ὀδηγω, ἡγούμαι, εἶμαι ἐπί κεφαλής:\вести войска в бой ὀδηγῶ τά στρατεύματα στή μάχη·3. (управлять \вести машиной и т. п.) ὀδηγῶ, διευθύνω:\вести автомобиль ὀδηγῶ αὐτοκίνητο·4. (руководить) διευθύνω, καθοδηγώ:\вести дела διαχειρίζομαι τίς ὑποθέσεις· \вести заседание διευθύνω τή συνεδρίαση· \вести домашнее хозяйство διαχειρίζομαι (или διευθύνω) τό νοικοκυριό·5. (осуществлять) διεξάγω, κάνω:\вести войну́ διεξάγω πόλεμο· \вести борьбу́ κάνω ἀγώνα, παλεύω, ἀγωνίζομαι, μάχομαι· \вести переговоры διεξάγω διαπραγματεύσεις· \вести правильный образ жизни διάγω ὁμαλό τρόπο ζωής· \вести протокол κρατώ τά πρακτικά· \вести переписку а) ἀλληλογραφώ, ἔχω ἀλληλογραφία, б) διεξάγω τήν ἀλληλογραφία (в учреждении)·6. (куда-л., к чему-л.) ὀδηγῶ, φέρ[ν]ω:дорога ведет к реке ὁ δρόμος βγάζει στό ποτάμι· лестница ведет на верхний этаж ἡ σκάλα ὁδηγεί στό ἐπάνω πάτωμα·7. (иметь следствием) ὀδηγῶ προς, ἐπιφέρω, φέρ[ν]ω, ἔχω συνέπεια:это ни к чему́ не ведет αὐτό δέν ὁδηγεί σέ τίποτε· ◊ \вести начало от чего-л. χρονολογούμαι, ἀρχίζω· \вести себя хорошо συμπεριφέρομαι (или φέρνομαι) καλά· \вести наступление ἐνεργώ (или κάνω) ἐπίθεση. -
10 возобновлять
возобновлятьнесов ξαναρχίζω, ἀνανεώνω, ἐπαναλαμβάνω:\возобновлять беседу (работу) ξαναρχίζω τή συζήτηση (τή δουλειά)· \возобновлять переговоры ἐπαναλαμβάνω τίς διαπραγματεύσεις· \возобновлять связь (дружбу, знакомство) ἀποκαθιστώ τίς σχέσεις (φιλία, γνωριμία). -
11 входить
входитьнесов1. ἐἰσέρχομαι, μπαίνω/ διεισδύω, είσχωρω (проникать):\входить в дом μπαίνω (или ἐἰσέρχομαι) στό σπίτι· \входить в порт (о судне) είσπλέω στό λιμάνί2. (вмещаться) είσχωρω, χωρῶ, μπαίνω13. (включаться в состав чего-л.) μπαίνω, παίρνω μέρος:\входить в состав правительства παίρνω μέρος στήν κυβέρνηση·4. (вникать) μπαίνω, ἐμβαθύνω, γνωρίζομαι:\входить в роль μπαίνω στό ρόλο· \входить в суть Дела ἐμβαθύνω στήν οὐσία τῆς ὑπόθεσης· \входить в подробности μπαίνω στίς λεπτομέρειες·5. (обращаться куда-л.) ἀποτείνομαι, ἀπευθύνομαι:\входить с предложением (с ходатайством) κάνω πρόταση (αίτηση)· ◊ \входить в переговоры ἀρχίζω διαπραγματεύσεις· \входить в контакт ἐρχομαι σέ ἐπαφή· \входить в соглашение συμβιβάζομαι, συμφωνὤ \входить в доверие ἀποκτῶ τήν ἐμπιστοσύνη· \входить в чье-л. положение συναισθάνομαι τήν κατάσταση κάποιου· \входить в азарт με πιάνει τό πάθος τοῦ παιχνιδιού· \входить в силу μπαίνω σέ ἰσχύ· \входить в привычку γίνεται συνήθεια· \входить в пословицу γίνεται παροιμία, γίνομαι παροιμιώδης· \входить в мс-АУ γίνομαι τής μόδας· \входить во вкус ἀρχίζει να μ' ἀρέσει κάτι· \входить в жизнь καθιερώνομαι· это не входило в мой расчеты αὐτό δέν τό είχα ὑπολογίσει, δέν τό είχα σκεφτεί. -
12 длительностьый
длительность||ыйприл παρατεταμένος, μακρόχρονος:\длительностьыйые переговоры οἱ μακρόχρονες διαπραγματεύσεις· \длительностьыйое отсу́тствие ἡ παρατεταμένη ἀπουσία. -
13 закулисный
закули́сн||ыйприл прям., перен τῶν παρασκηνίων, παρασκηνιακός:\закулисныйая жизнь театра ἡ ζωή τῶν παρασκηνίων (τοῦ θεάτρου) \закулисныйые переговоры ὁ£ παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις. -
14 идти
идтинесов1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):\идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·3. (приближаться):поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·7. (о времени) περνώ:дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:\идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·10. (находить сбыт) πουλιέμαι:товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει! -
15 мирный
ми́рн||ыйприл1. εἰρηνικός, ήσυχος; \мирный договор ἡ συνθήκη είρήνης· \мирныйые переговоры διαπραγματεύσεις ἐΙρήνης» \мирныйое урегулирование ὁ είρηνικός δια» κανονισμός· \мирныйая политика ἡ πολιτική είρήνης· в \мирныйое время ἐν καιρώ είρήνης·2. (спокойный) ήρεμος, είρηνικός, ήσυχος, φιλήσυχος:\мирныйая беседа ἡ ήρεμη συζήτηση· \мирныйым тоном σέ ήρεμο τόνο. ήρεμα. -
16 парламентер
парламентерм воен. ὁ ἀπεσταλμένος (γιά διαπραγματεύσεις). -
17 переговоры
переговорымн. ὁΐ διαπραγματεύσεις. -
18 тайный
тайн||ыйприл μυστικός, κρυφός:\тайный враг ὁ κρυφός ἐχθρός· \тайныйое голосование ἡ μυστική ψηφοφορία· \тайныйые переговоры οἱ μυστικές διαπραγματεύσεις· \тайныйая мечта τό κρυφό ὅνειρο. -
19 διεξάγω
(αόρ. διεξήγαγα и διεξήγαγαν, παθ. αόρ. διεξήχθηκα и διεξήχθην) μετ.1) вести, проводить; производить; устраивать;διεξάγω διαπραγματεύσεις (αγώνα) — вести переговоры (борьбу);
διεξάγω ανακρίσεις — производить допрос; — вести следствие;
διεξάγω δίκην юр. — вести процесс;
διεξάγω εύστοχα πυρά — вести меткий огонь;
2) выводить; вывозить -
20 διμερής
ης,' ες двусторонний;διμερείς διαπραγματεύσεις — двусторонние переговоры
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαπραγματεύσεις — Οι συζητήσεις και η γενική προετοιμασία για τη σύναψη μίας σύμβασης. Υπάρχουν ορισμένες υποχρεώσεις για τους συμβαλλομένους, με γενικό κριτήριο την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Στην περίπτωση βλάβης ενός από πταίσμα άλλου συμβαλλομένου… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Μολδαβία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β, στα Α και στα Ν με την Ουκρανία και στα Δ με τη Ρουμανία. Δεν βρέχεται από θάλασσα.H M. ήταν μέχρι το 1991 μία από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες. Mέχρι το 1940 το μεγαλύτερο μέρος της ανήκε στη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek