Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

διαπρέπω

  • 1 выдвигаться

    выдвигать||ся
    1. (продвигаться вперед) προχωρώ, προωθούμαι, βγαίνω μπροστά·
    2. (на более ответственную работу) διακρίνομαι, διαπρέπω, ἀναδεικνύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > выдвигаться

  • 2 остроумие

    остроу́м||ие
    с ἡ εὐφυολογία, ἡ εὐφυία, τό πνεύμα:
    блистать \остроумиенем διαπρέπω μέ τό σπινθηροβόλο πνεῦμα μου.

    Русско-новогреческий словарь > остроумие

  • 3 отличиться

    отличить||ся
    сов (выделиться) διακρίνομαι, ξεχωρίζω, διαπρέπω.

    Русско-новогреческий словарь > отличиться

  • 4 excel

    [ik'sel]
    past tense, past participle - excelled; verb
    1) (to stand out beyond others (in some quality etc); to do very well (in or at some activity): He excelled in mathematics / at football.) διακρίνομαι,διαπρέπω
    2) (to be better than: She excels them all at swimming.) ξεπερνώ
    - Excellency
    - excellent
    - excellently

    English-Greek dictionary > excel

  • 5 shine

    1. past tense, past participle - shone; verb
    1) (to (cause to) give out light; to direct such light towards someone or something: The light shone from the window; The policeman shone his torch; He shone a torch on the body.) λάμπω/φωτίζω,ρίχνω το φως
    2) (to be bright: She polished the silver till it shone.) γυαλίζω,αστράφτω
    3) ((past tense, past participle shined) to polish: He tries to make a living by shining shoes.) γυαλίζω,στιλβώνω
    4) ((often with at) to be very good (at something): He shines at games; You really shone in yesterday's match.) διακρίνομαι,διαπρέπω
    2. noun
    1) (brightness; the state of being well polished: He likes a good shine on his shoes; a ray of sunshine.) γυαλάδα/λιακάδα
    2) (an act of polishing: I'll just give my shoes a shine.) γυάλισμα
    - shiny
    - shininess

    English-Greek dictionary > shine

  • 6 далеко

    κ. далеко
    1. επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα•

    я живу далеко от вас ζω μακριά από σας.

    2. ως κατηγ. είναι μακριά•

    до фронта отсюда далеко το πολεμικό μέτωπο απ’ εδώ είναι μακριά•

    ему далеко до совершенства απέχει πολύ από του να γίνει τέλειος.

    3. (με την πρόθεση «В» κ. ουσ.) βαθιά•

    зайти далеко в лес μπαίνω βαθιά στο δάσος.

    εκφρ.
    далеко за... – α) αργά, πάρωρα•
    далеко за полночь – αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πολύ περισοότερο απο, πάνω απο•
    ему далеко за сорок – είναι πολύ περισσότερο από σαράντα (χρόνια)•
    далеко не – καθόλου διόλου•
    далеко не трус – δεν είναι καθόλου δειλός•
    далеко не глуп – δεν είναι καθόλου κουτός•
    далеко до... – δε φτάνει πολύ, θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα•
    ему далеко до меня – θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει•
    далеко не уедешь ή не уйдешь – μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις)•
    далеко пойти – κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, διαπρέπω, προκόβω•
    с его способностями он пойдет – με τις ικανότητες που έχει θα προκόψει πολύ•
    далеко зайти – προχωρώ πολύ•
    выходить -за... – ξεπερνώ τα όρια...

    Большой русско-греческий словарь > далеко

  • 7 отличить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отличенный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. διακρίνω• ξεχωρίζω•

    отличить правду от лжи ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμα•

    его не -чишь от брата αυτόν δεν μπορείς να τον ξεχωρήσεις από τον αδερφό του (μοιάζει καταπληκτικά).

    2. βραβεύω παρασημοφορώ.
    διακρίνομαι, ξεχωρίζω•

    он -лся храбростью αυτός διακρίθηκε για τη γενναιότητα•

    отличить в науках διακρίνομαι στις επιστήμες•

    отличить в бой διακρίνομαι στη μάχη.

    || διαπρέπω.

    Большой русско-греческий словарь > отличить

  • 8 размахнуть

    -ну, -ншь
    ρ.σ.
    1. υψώνω, σηκώνω•

    размахнуть кнутом σηκώνω το μαστίγιο (για να χτυπήσω).

    2. ανοίγω, εκτείνω, απλώνω (χέρια, φτερούγες κ.τ.τ.).
    3. ανοίγω εντελώς•

    размахнуть дверь ανοίγω διάπλατα την πόρτα.

    1. υψώνω, σηκώνω•

    размахнуть и ударить σηκώνω (το χέρι) και, χτυπώ.

    2. μτφ. φημίζομαι, ακούομαι• διαπρέπω• παίρνω όνομα καλό, μεγάλο. -ο

    Большой русско-греческий словарь > размахнуть

  • 9 briller

    1) διακρίνομαι
    2) γυαλίζω
    3) διαπρέπω
    4) σπινθηροβολώ
    5) λάμπω

    Dictionnaire Français-Grec > briller

  • 10 excel

    1) διαπρέπω
    2) υπερακοντίζω

    English-Greek new dictionary > excel

См. также в других словарях:

  • διαπρέπω — appear prominent pres subj act 1st sg διαπρέπω appear prominent pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπρέπω — διαπρέπω, διέπρεψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαπρέπω — (AM διαπρέπω) [πρέπω] 1. διακρίνομαι, υπερέχω, εξέχω 2. κινώ τον θαυμασμό μσν. ευνοώ αρχ. 1. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος 2. διακοσμώ, στολίζω …   Dictionary of Greek

  • διαπρέπω — διέπρεψα, ξεχωρίζω, διακρίνομαι σ’ έναν τομέα: Διαπρέπει ως επιστήμονας στο εξωτερικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαπρέπετε — διαπρέπω appear prominent pres imperat act 2nd pl διαπρέπω appear prominent pres ind act 2nd pl διαπρέπω appear prominent imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπρέψει — διαπρέπω appear prominent aor subj act 3rd sg (epic) διαπρέπω appear prominent fut ind mid 2nd sg διαπρέπω appear prominent fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπρέψουσι — διαπρέπω appear prominent aor subj act 3rd pl (epic) διαπρέπω appear prominent fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαπρέπω appear prominent fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπρέψω — διαπρέπω appear prominent aor subj act 1st sg διαπρέπω appear prominent fut ind act 1st sg διαπρέπω appear prominent aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπρεπόντων — διαπρέπω appear prominent pres part act masc/neut gen pl διαπρέπω appear prominent pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπρεψάντων — διαπρέπω appear prominent aor part act masc/neut gen pl διαπρέπω appear prominent aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπρέπει — διαπρέπω appear prominent pres ind mp 2nd sg διαπρέπω appear prominent pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»