-
1 διαπαπταίνω
См. также в других словарях:
διαπαπταίνω — (Α) [παπταίνω] κοιτάζω τριγύρω τρομαγμένος … Dictionary of Greek
διεπάπταινεν — διαπαπταίνω look timidly round imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)