-
1 παραλλαγη
ἥ1) смена, чередование(φρυκτωριῶν τε καὴ πυρός Aesch.)
2) изменение(π. ἢ τροπή NT.)
3) замещение, замена, подмена(διανοίας πρὸς αἴσθησιν Plat.)
4) различие, разницаμεγάλην ἔχειν παραλλαγήν τινι Diod. — сильно отличаться от чего-л.
См. также в других словарях:
παραλλαγή — (Μουσ.). Η τροποποίηση (ρυθμική, αρμονική, μελωδική, αντιστικτική) ενός δεδομένου μουσικού θέματος. Από ιστορική άποψη, η π. ξεκινά από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού. Το προς π. «θέμα» ήταν το λειτουργικό άσμα, που, πέρα από τις διάφορες… … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия