-
101 διανείμειεν
διανέμωin D.aor opt act 3rd sg -
102 διανείμεις
διανέμωin D.aor subj act 2nd sg (epic) -
103 διανείμωμαι
διανέμωin D.aor subj mid 1st sg -
104 διανείμωμεν
διανέμωin D.aor subj act 1st pl -
105 διανείμωνται
διανέμωin D.aor subj mid 3rd pl -
106 διανείμωσιν
διανέμωin D.aor subj act 3rd pl -
107 διανέμειν
διανέμωin D.pres inf act (attic epic) -
108 διανέμεις
διανέμωin D.pres ind act 2nd sg -
109 διανέμεσθαι
διανέμωin D.pres inf mp -
110 διανέμεται
διανέμωin D.pres ind mp 3rd sg -
111 διανέμηται
διανέμωin D.pres subj mp 3rd sg -
112 διανέμοιμεν
διανέμωin D.pres opt act 1st plδιανεμόομαιflutter in the wind: pres opt act 1st pl -
113 διανέμοιτο
διανέμωin D.pres opt mp 3rd sg -
114 διανέμονται
διανέμωin D.pres ind mp 3rd pl -
115 διανέμοντας
διανέμωin D.pres part act masc acc pl -
116 διανέμοντες
διανέμωin D.pres part act masc nom /voc pl -
117 διανέμοντος
διανέμωin D.pres part act masc /neut gen sg -
118 διανέμουσα
διανέμωin D.pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
119 διανέμουσαν
διανέμωin D.pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) -
120 διανέμωμεν
διανέμωin D.pres subj act 1st pl
См. также в других словарях:
διανέμω — in D. pres subj act 1st sg διανέμω in D. pres ind act 1st sg διᾱνέμω , διανεμόομαι flutter in the wind imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) διανεμόομαι flutter in the wind pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) διανεμόομαι flutter in the wind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανέμω — διανέμω, διένειμα βλ. πίν. 125 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διανεμῶ — διανέμω in D. fut ind act 1st sg (attic epic doric) διανεμόομαι flutter in the wind pres subj act 1st sg διανεμόομαι flutter in the wind pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανέμω — (AM διανέμω) [νέμω] 1. μοιράζω, διανέμω, κατανέμω 2. επιδίδω, δίνω στους παραλήπτες (έγγραφα, προσκλητήρια κ.λπ.) αρχ. 1. παρέχω κατ αναλογίαν 2. διαιρώ, χωρίζω σε τμήματα 3. ταξινομώ, τακτοποιώ … Dictionary of Greek
διανέμω — διένειμα, διανεμήθηκα, διανεμημένος, επιδίδω, διαμοιράζω κάτι σε πολλούς: Ο ταχυδρόμος διανέμει την αλληλογραφία καθημερινά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διανενεμημένα — διανέμω in D. perf part mp neut nom/voc/acc pl διανενεμημένᾱ , διανέμω in D. perf part mp fem nom/voc/acc dual διανενεμημένᾱ , διανέμω in D. perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανέμετε — διανέμω in D. pres imperat act 2nd pl διανέμω in D. pres ind act 2nd pl διανέμω in D. imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανέμῃ — διανέμω in D. pres subj mp 2nd sg διανέμω in D. pres ind mp 2nd sg διανέμω in D. pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανειμαμένων — διανέμω in D. aor part mid fem gen pl διανέμω in D. aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανειμάμενον — διανέμω in D. aor part mid masc acc sg διανέμω in D. aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανειμάντων — διανέμω in D. aor part act masc/neut gen pl διανέμω in D. aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)