-
1 διαμενω
(fut. διαμενῶ) продолжать оставаться, сохранять (прежнее) положение(ἔτι καὴ νῦν Xen. и μέχρι νῦν Plut.; ἐν ταύτῃ τῇ ἕξει Plat.; ἐπὴ τῇ δουλοπρεπεῖ διατριβῇ Xen.)
πέντε μῆνας ἐπὴ τῶν αὐτῶν διέμενον Polyb. — пять месяцев (все) оставалось в том же положении;ἐν ἑαυτῷ δ. Polyb. — сохранять самообладание;δ. ἐν τῇ πρός τινα φιλίᾳ Diod. — поддерживать дружбу с кем-л.;διαμένω λέγων Dem. — я попрежнему утверждаю;αἱ διαμένουσαι λίμναι Arst. — постоянные, т.е. непересыхающие озера;διέμεινα ἐγὼ καὴ οὐ προὔδωκα οὔθ΄ ὑμᾶς οὔθ΄ ἐμαυτόν Dem. — я устоял и не выдал ни вас, ни себя самого -
2 διαμένω
{с.гл., 5}пребывать, продолжать оставаться, сохраняться (Лк. 1:22; 22:28; Гал. 2:5; Евр. 1:11; 2Пет. 3:4).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαμένω
-
3 διαμένω
{с.гл., 5}пребывать, продолжать оставаться, сохраняться (Лк. 1:22; 22:28; Гал. 2:5; Евр. 1:11; 2Пет. 3:4).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαμένω
-
4 διαμένω
(αόρ. διέμεινα) αμετ. жить, проживать, пребывать, находиться -
5 διαμένω
пребывать, продолжать оставаться, сохраняться.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διαμένω
-
6 διαμένω
остаюсь, продолжаюсь -
7 διαμένω
[диамено] ρ оставаться. -
8 επιδιαμενω
-
9 συνδιαμενω
-
10 εξωτερικό(ν)
τό1) внешний вид, внешность, наружность;δεν ελκύει το εξωτερικό(ν) του — у него непривлекательная внешность;
2) заграница;διαμένω ( — или ζω) στο εξωτερικό(ν) — жить за границей;
3) кожаная оболочка (шара); шина (колеса) -
11 εξωτερικό(ν)
τό1) внешний вид, внешность, наружность;δεν ελκύει το εξωτερικό(ν) του — у него непривлекательная внешность;
2) заграница;διαμένω ( — или ζω) στο εξωτερικό(ν) — жить за границей;
3) кожаная оболочка (шара); шина (колеса) -
12 1265
{с.гл., 5}пребывать, продолжать оставаться, сохраняться (Лк. 1:22; 22:28; Гал. 2:5; Евр. 1:11; 2Пет. 3:4).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1265
См. также в других словарях:
διαμένω — διαμένω, διέμεινα βλ. πίν. 178 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαμενῶ — διαμένω continue fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμένω — διᾱμένω , διάζομαι set the warp in the loom fut part mp masc/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διᾱμένω , διάζομαι set the warp in the loom fut part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) διαμένω continue pres subj act 1st sg διαμένω continue… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμένω — (AM διαμένω) κατοικώ, μένω κάπου για ένα διάστημα, ενδιατρίβω αρχ. (για καταστάσεις και ιδιότητες) παραμένω 2. (για χρώματα) διαρκώ 3. επιμένω («διαμένει ἐν ἑαυτῷ» επιμένει στον ίδιο σκοπό) 4. τηρώ τη θέση μου 5. ζω 6. υπομένω 7. εξακολουθώ … Dictionary of Greek
διαμένω — διέμεινα, κατοικώ, μένω κάπου: Όλο το καλοκαίρι διαμένει στην εξοχική του κατοικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμένετε — διαμένω continue pres imperat act 2nd pl διαμένω continue pres ind act 2nd pl διαμένω continue imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμένῃ — διαμένω continue pres subj mp 2nd sg διαμένω continue pres ind mp 2nd sg διαμένω continue pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεινάντων — διαμένω continue aor part act masc/neut gen pl διαμένω continue aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμενηκότα — διαμένω continue perf part act neut nom/voc/acc pl διαμένω continue perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμένηκε — διαμένω continue perf imperat act 2nd sg διαμένω continue perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμένηκεν — διαμένω continue perf ind act 3rd sg διαμένω continue plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)