-
21 ἀεί
ἀεί, αἰεί, αἰέν: always, ever; joined with ἀσκελέως, ἀσφαλές, διαμπερές, ἐμμενές, μάλα, νωλεμές, συνεχές. Also αἰεὶ ἤματα πάντα.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀεί
-
22 ἀμπερές
ἀμ-περές: always διὰ δ' ἀμπερές, see διαμπερές.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμπερές
-
23 διά
Grammatical information: Adv. and preverbMeaning: `in two, apart, through' (Il.), prep. `through' (Il.); on the meaning Schwyzer-Debrunner 448ff.Other forms: Thess. διέ, Lesb, ζά (\< δι̯α). ep. δα- (s. v.); also διαί (A.; after καταί, παραί, ὑπαί)Etymology: Prob. from *δισ-α to Lat. dis-, Germ., e. g. OS, OE te-, OHG zi-, ze- (from where zir-, zer- through cross with ir-, er-), Goth. dis- (with unclear d- for t-; from Lat.?), Alb. tsh- `apart'; with added -α after μετά, παρά etc. Cf. δίς. See W.-Hofmann s. dis-, Pok. 232.Page in Frisk: 1,383Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > διά
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαμπερές — επίρρ. και διαμπερῶς και διαμπερέως (Α) 1. από τη μια άκρη ώς την άλλη 2. (για χρόνο) αιωνίως. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρηματική λ. με τοπική και χρονική χρήση, σύνθετη από διά + αμπείρω (< ανά + πείρω) με το επίθημα των επιθέτων σε * ς , ενώ το ρήμα… … Dictionary of Greek
διαμπερές — through and through indeclform (adverb) διαμπερής piercing masc/fem voc sg διαμπερής piercing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АРГОС — I. • Argos, Άργος, τό, значит равнина, и именно приморская равнина; в особенности это имя (так же, как Ларисса) было названием пеласгических городов. 1. Πελασγικον Άργος у Гомера (Il. 2, 681) обозначает фессалийскую… … Реальный словарь классических древностей
CYANEAE — insulae duae, sive potius scopuli ad os Thratii Bospori, prope pontum Euxinum, modicô spatiô inter se distantes. Una Europae, in Thracia, iuxta Punicum promontor. Altera Asiae, in littore Bithyniae, prope Ancyraeum promontor. Baudrand; Unde… … Hofmann J. Lexicon universale
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
διαμπάξ — (Α) 1. πέρα ώς πέρα, από τη μια ώς την άλλη πλευρά ή άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + ανά + πάξ που μαρτυρείται στο ά παξ* (πρβλ. πήγνυμι, αλλά και διαμπερές)] … Dictionary of Greek
διαμπερής — ές (AM διαμπερής, ές) (για τραύματα) πέρα ώς πέρα, από τη μια πλευρά ή άκρη στην άλλη αρχ. 1. (για πόνο) δριμύς, διαπεραστικός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) βλ. διαμπερές … Dictionary of Greek
διαναπείρω — και διαμπείρω (Α) διατρυπώ πέρα ως πέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διαμπερές] … Dictionary of Greek
ενίημι — (Α ἐνίημι) [ίημι] 1. νεοελλ. (για φάρμακα, δηλητήρια) εισάγω με σύριγγα στο σώμα, κάνω ένεση, εγχέω θεραπευτικό υγρό αρχ. 1. στέλνω μέσα, εμβάλλω, ρίχνω μέσα 2. εμβάλλω κάτι στην ψυχή κάποιου, εμπνέω («πὰρ δέ μοι στῆθι μένος πολυθαρσὲς ἐνεῑσα»… … Dictionary of Greek
εξερύω — ἐξερύω, ιων. τ. ἐξειρύω (Α) [ερύω] 1. βγάζω έξω («πὰρ δὲ στὰς βέλος ὠκὺ διαμπερὲς ἐξέρυσ ὤμου», Ομ. Ιλ.) 2. τραβώ έξω 3. αρπάζω κάτι, τό αφαιρώ από άλλον («ἐξείρυσε χειρὸς τόξον», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
κυλλάραβις — Αρχαίο γυμνάσιο (γυμναστήριο) του Άργους. Σύμφωνα με την παράδοση, έλαβε την ονομασία του από τον Κυλαράβη, γιο του βασιλιά του Άργους, Σθένελου. Η Κ. βρισκόταν πιθανώς κοντά στη σύγχρονη εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, έξω από τα τείχη της… … Dictionary of Greek