-
41 διαμαρτύρασθε
διαμαρτύ̱ρασθε, διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: aor imperat mp 2nd plδιαμαρτύ̱ρασθε, διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) -
42 διαμαρτύρεται
διαμαρτύ̱ρεται, διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: aor subj mp 3rd sg (epic)διαμαρτύ̱ρεται, διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: pres ind mp 3rd sg -
43 διαμαρτύρησθε
διαμαρτύ̱ρησθε, διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: aor subj mp 2nd plδιαμαρτύ̱ρησθε, διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: pres subj mp 2nd pl -
44 διαμαρτύρηται
διαμαρτύ̱ρηται, διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: aor subj mp 3rd sgδιαμαρτύ̱ρηται, διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: pres subj mp 3rd sg -
45 διαμαρτύρου
διαμαρτύ̱ρου, διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)διαμαρτύ̱ρου, διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) -
46 διαμαρτύρωμαι
διαμαρτύ̱ρωμαι, διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: aor subj mp 1st sgδιαμαρτύ̱ρωμαι, διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: pres subj mp 1st sg -
47 διαμαρτύρωνται
διαμαρτύ̱ρωνται, διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: aor subj mp 3rd plδιαμαρτύ̱ρωνται, διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: pres subj mp 3rd pl -
48 προδιαμαρτυρόμενον
προδιαμαρτῡρόμενον, πρό-διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: pres part mp masc acc sgπροδιαμαρτῡρόμενον, πρό-διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
49 προδιαμαρτύρεται
προδιαμαρτύ̱ρεται, πρό-διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: aor subj mp 3rd sg (epic)προδιαμαρτύ̱ρεται, πρό-διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: pres ind mp 3rd sg -
50 προδιαμαρτύρομαι
προδιαμαρτύ̱ρομαι, πρό-διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: aor subj mp 1st sg (epic)προδιαμαρτύ̱ρομαι, πρό-διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: pres ind mp 1st sg -
51 προσδιαμαρτύρεται
προσδιαμαρτύ̱ρεται, πρόσ-διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: aor subj mp 3rd sg (epic)προσδιαμαρτύ̱ρεται, πρόσ-διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: pres ind mp 3rd sg -
52 запротестовать
-тую, -туешьρ.σ.διαμαρτύρομαι. || αρχίζω να διαμαρτύρομαι. -
53 προδιαμαρτυρομαι
-
54 жаловаться
жаловаться παραπονιέμαι \жаловаться на здоровье παραπονιέμαι για την υγεία μου \жаловаться на кого-л. παραπονιέμαι (или δια μαρτύρομαι) για κάποιον* * *жа́ловаться на здоро́вье — παραπονιέμαι για την υγεία μου
жа́ловаться на кого́-л. — παραπονιέμαι ( или διαμαρτύρομαι) για κάποιον
-
55 заивлять
заив||ля́тьнесов1. δηλώνω:\заивлятьлять о своем желании ἐκδηλώνω (или ἐκφράζω) τήν ἐπιθυμία· \заивлятьля́ть протест διαμαρτύρομαι· \заивлятьлять свой права на что-л. προβάλλω τά δικαιώματα μου·2. (сообщать) καταθέτω δήλωση:\заивлятьлять в милицию о краже κάνω μήνυση στήν ἀστυνομία γιά κλοπή. -
56 запротестовать
запротестоватьсов διαμαρτύρομαι (κατά). -
57 протестовать
протестоватьнесов διαμαρτύρομαι. -
58 διαμαρτυραμένη
διαμαρτῡραμένη, διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: aor part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
59 διαμαρτυραμένου
διαμαρτῡραμένου, διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: aor part mp masc /neut gen sg -
60 διαμαρτυραμένω
διαμαρτῡραμένῳ, διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: aor part mp masc /neut dat sg
См. также в других словарях:
διαμαρτύρομαι — διαμαρτύρομαι, διαμαρτυρήθηκα βλ. πίν. 151 Σημειώσεις: διαμαρτύρομαι : δες σημείωση για διαμαρτυρούμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαμαρτύρομαι — διαμαρτύ̱ρομαι , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor subj mp 1st sg (epic) διαμαρτύ̱ρομαι , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτύρομαι — (AM διαμαρτύρομαι) [μαρτύρομαι] 1. διατυπώνω προφορική ή γραπτή ένσταση για λόγια ή πράξεις άλλου ή άλλων, που, κατά τη γνώμη μου, με ζημίωσαν ηθικά ή υλικά 2. εξανίσταμαι, εξεγείρομαι, ξεσπώ σε διαμαρτυρίες αρχ. 1. επικαλούμαι ως μάρτυρες θεούς… … Dictionary of Greek
διαμαρτύρομαι — διαμαρτυρήθηκα, εκφράζω έντονα την αντίθεσή μου, την αποδοκιμασία μου, για αδικία που μου γίνεται: Διαμαρτυρήθηκα έντονα για την καθυστέρηση της αμοιβής μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμαρτυρεῖ — διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor subj mp 3rd sg (epic) διαμαρτῠρεῖ , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness fut ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) διαμαρτυρέω use a pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) διαμαρτυρέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρῇ — διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor subj mp 3rd sg διαμαρτῠρῇ , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness fut ind mp 2nd sg διαμαρτυρέω use a pres subj mp 2nd sg διαμαρτυρέω use a pres ind mp 2nd sg διαμαρτυρέω use a pres subj act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρεῖς — διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor subj mp 2nd sg (epic) διαμαρτυρέω use a pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) διαμαρτυρέω use a pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρησομένους — διαμαρτύρομαι call gods and men to witness fut part mp masc acc pl διαμαρτυρέω use a fut part mid masc acc pl διαμαρτυρέω use a fut part mid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυροῦσι — διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor subj mp 3rd pl (epic) διαμαρτυρέω use a pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) διαμαρτυρέω use a pres ind act 3rd pl (attic epic doric) διαμαρτυρέω use a pres part act masc/neut dat pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμαρτύρησαν — διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor ind mp 3rd pl διαμαρτυρέω use a aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρόμεθα — διαμαρτῡρόμεθα , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor subj mp 1st pl (epic) διαμαρτῡρόμεθα , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness pres ind mp 1st pl διαμαρτῡρόμεθα , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness imperf ind mp 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)