Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

διαμάχη

  • 1 чернильный

    επ.
    της μελάνης•

    -ое пятно κηλίδα μελάνης, η μελανιά•

    чернильный карандаш μελανί μολύβι•

    -ая резина γομολάστιχα μελάνης.

    || γραπτός•

    чернильный бой γραπτή διαμάχη (με επιστολές, τύπο κ.τ.τ.)• -ая воина χαρτοπόλεμος, διαμάχη με έγγραφα.

    εκφρ.
    чернильный мешок
    -ая железа – ο θύλακας μελάνης των μαλακίων (σουπιάς κ. άλ.)• чернильный орешек η κηκίδα (εξόγκωμα κυρίως στα φύλλα των δέντρων).

    Большой русско-греческий словарь > чернильный

  • 2 распря

    распря
    Ж ἡ διαμάχη, ἡ διένεξη [-ις] / ἡ διχόνοια (раздор).

    Русско-новогреческий словарь > распря

  • 3 спор

    спор
    м ἡ συζήτηση [-ις], ἡ λογομαχία, ἡ διαμάχη/ юр. ἡ διαφορά:
    затеять \спор ἀρχίζω συζήτηση· ◊ \спору нет ἀναμφίβολα, χωρίς συζήτηση.

    Русско-новогреческий словарь > спор

  • 4 вступить

    -плю, -пишь ρ.σ.
    1. εισέρχομαι, εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω•

    войска -ли в город τα στρατεύματα μπήκαν στην πόλη•

    вступить в новую фазу развития μπαίνω σε καινούρια φάση ανάπτυξης,

    2. γίνομαι μέλος•

    вступить в профсоюз μπαίνω στο συνδικάτο.

    3. οίρχίζω, ανοίγω•

    вступить в переписку αρχίζω ν’ αλληλογραφώ•

    вступить в переговоры αρχίζω διαπραγματεύσεις•

    вступить в разговор παίρνω μέρος στη συνομιλία•

    вступить в полемику αρχίζω την πολεμική ή παίρνω μέρος στη διαμάχη.

    εκφρ.
    вступить в действие – μπαίνω σε ισχύ•
    во владение – γίνομαι κτήτορας•
    вступить в должность – αναλαβαίνω τα υπηρεσιακά καθήκοντα•
    вступить в исполнение обязанностей – αρχίζω την εκτέλεση των καθηκόντων•
    вступить в брак – παντρεύομαι, νυμφεύομαι, συνάπτω γάμο, συνέρχομαι σε γάμο•
    - на путь – παίρνω (ακολουθώ) το δρόμο•
    вступить на престол – ανεβαίνω στο θρόνο.
    1. υπερασπίζομαι, παίρνω υπο την προστασία. || υποστηρίζω, παίρνω το μέρος•

    вступить за обиженных υποστηρίζω τους καταφρονεμένους.

    2. (απλ.) επεμβαίνω•

    -лась милиция επενέβηκε η αστυνομία.

    Большой русско-греческий словарь > вступить

  • 5 меч

    α. ξίφος, ρομφαία, σπαθί, σπάθα•

    обнажить меч σύρω (τραβώ) το σπαθί, ξιφουλκώ•

    вложить меч в ножны βάζω το σπαθί στη θήκη•

    меч правосудия το σπαθί της θέμιδας.

    εκφρ.
    вложить меч в ножны – σταματώ τον πόλεμο, τον αλληλσπαραγμό•
    поднять ή обнажать меч – κηρύσσω τον πόλεμο, τον αλληλοσπαραγμό•
    скрестить -и – παίρνω μέρος στη διαμάχη.

    Большой русско-греческий словарь > меч

  • 6 политический

    επ.
    πολιτικός•

    политический режим πολιτικό καθεστώς•

    политический строй, -ая система πολιτικό σύστημα•

    политический деятель πολιτικός παράγοντας•

    -ая борьба πολιτικός αγώνας, πολιτική διαμάχη•

    -ие события πολιτικά γεγονότα•

    -ие партии πολιτικά κόμματα•

    политический преступник πολιτικός εγκληματίας•

    -ие права πολιτικά δικαιώματα•

    -ая экономия πολιτική οικονομία (επιστήμη).

    Большой русско-греческий словарь > политический

  • 7 противоборство

    ουδ.
    διαπάλη, διαμάχη.

    Большой русско-греческий словарь > противоборство

  • 8 раздор

    α.
    φιλονικία, έριδα, διένεξη, προστριβή• διαμάχη• μάλωμα, τσακωμός.

    Большой русско-греческий словарь > раздор

  • 9 распря

    -и, γεν. πλθ. -ей θ. διχόνοια, διχοστασία• γκρίνια• προστριβή, διένεξη, διαμάχη, φαγωμάρα.

    Большой русско-греческий словарь > распря

  • 10 рознь

    θ.
    1. έχθρα• αμάχη, διχόνοια, διένεξη, διαμάχη.
    2. ως κατηγ. διαφέρω•

    работник работнику рознь εργάτης από εργάτη διαφέρει.

    Большой русско-греческий словарь > рознь

  • 11 состязание

    ουδ.
    άμιλλα, συναγωνισμός•

    состязание в выдержке συναγων ισμό.ς αντοχής.

    || (αθλτ.) αγώνας•

    состязание в беге αγώνας δρόμου.

    || παλ. συζήτηση, λογομαχία, διαμάχη.

    Большой русско-греческий словарь > состязание

  • 12 спор

    -а (-у) α.
    1. συζήτηση• αντιλογία ή λογομαχία, διαμάχη, έριδα.
    2. διαφορά, διεκδίκηση•

    имущественные -ы περιουσιακές διαφορές.

    3. μτφ. αγώνας, πάλη. || συναγωνισμός, άμιλλα.
    εκφρ.
    вне -а – χωρίς συζήτηση, δε χωράει συζήτηση•
    на спор – βάζω στοίχημα, στοιχηματίζω•
    - у нет – αναμφισβήτητα, αναμφίβολα, ασυζητητ ί.

    Большой русско-греческий словарь > спор

  • 13 сражение

    ουδ.
    μάχη•

    поле -я πεδίο της μάχης•

    выиграть сражение κερδίζω τη μάχη.

    || αγώνας, πάλη, διαμάχη.

    Большой русско-греческий словарь > сражение

  • 14 ссора

    θ.
    φιλονικία, έριδα. || διαπληκτισμός, διαμάχη, διένεξη, προστριβή• μάλωμα, τσάκωμα, καβγάς.

    Большой русско-греческий словарь > ссора

  • 15 сшибка

    θ.
    1. συνάντηση.
    2. παλ. αψιμαχία. || συζήτηση, έριδα, φιλονικία, διαμάχη.

    Большой русско-греческий словарь > сшибка

См. также в других словарях:

  • διαμάχη — a fight fem nom/voc sg (attic epic ionic) διαμαχέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμάχῃ — διαμάχη a fight fem dat sg (attic epic ionic) διαμάχομαι fight pres subj mp 2nd sg διαμάχομαι fight pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμάχη — η (AM διαμάχη και διαμάχησις, εως) φιλονικία, διένεξη, διαπάλη αρχ. πόλεμος, αγώνας …   Dictionary of Greek

  • διαμάχη — η έντονη φιλονικία για διεκδίκηση δικαιώματος ή πράγματος: Η διαμάχη ανάμεσα στους κληρονόμους για τη διεκδίκηση της περιουσίας, συνεχίζεται χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εικονομαχία — Διαμάχη γύρω από το θέμα των ιερών εικόνων, η οποία εξελίχθηκε σε θρησκευτική κρίση, που συντάραξε για έναν και περισσότερο αιώνα (726 843) τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μπορεί να διαιρεθεί σε δύο περιόδους· η πρώτη αφορά την περίοδο 726 780 και η… …   Dictionary of Greek

  • διαμάχαις — διαμάχη a fight fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμάχην — διαμάχη a fight fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμάχης — διαμάχη a fight fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»