-
41 διαλογίζηται
διαλογίζομαιbalance accounts: pres subj mp 3rd sgδιαλογίζομαιbalance accounts: pres subj mp 3rd sg -
42 διαλογίζοιτο
διαλογίζομαιbalance accounts: pres opt mp 3rd sgδιαλογίζομαιbalance accounts: pres opt mp 3rd sg -
43 διαλογίζονται
διαλογίζομαιbalance accounts: pres ind mp 3rd plδιαλογίζομαιbalance accounts: pres ind mp 3rd pl -
44 διαλογίσαιο
διαλογίζομαιbalance accounts: aor opt mp 2nd sgδιαλογίζομαιbalance accounts: aor opt mp 2nd sg -
45 διαλογίσαιτο
διαλογίζομαιbalance accounts: aor opt mp 3rd sgδιαλογίζομαιbalance accounts: aor opt mp 3rd sg -
46 διαλογίσασθαι
διαλογίζομαιbalance accounts: aor inf mpδιαλογίζομαιbalance accounts: aor inf mp -
47 διαλογίσηται
διαλογίζομαιbalance accounts: aor subj mp 3rd sgδιαλογίζομαιbalance accounts: aor subj mp 3rd sg -
48 διαλογίσωνται
διαλογίζομαιbalance accounts: aor subj mp 3rd plδιαλογίζομαιbalance accounts: aor subj mp 3rd pl -
49 διαλόγισαι
διαλογίζομαιbalance accounts: aor imperat mp 2nd sgδιαλογίζομαιbalance accounts: aor imperat mp 2nd sg -
50 διελογίσθην
διαλογίζομαιbalance accounts: aor ind mp 3rd pl (epic doric aeolic)διαλογίζομαιbalance accounts: aor ind mp 1st sg -
51 διαλογιέμαι
διαλογίζομαι размышлять; думать, обдумывать;§ ούδτε να το διαλογιέμαι ιστείς — это исключено, это абсолютно невозможно
-
52 διαλελογίσθαι
διαλογίζομαιbalance accounts: perf inf mp -
53 διελογιζόμεθα
διαλογίζομαιbalance accounts: imperf ind mp 1st pl -
54 διελογιζόμην
διαλογίζομαιbalance accounts: imperf ind mp 1st sg -
55 διελογισάμην
διαλογίζομαιbalance accounts: aor ind mp 1st sg -
56 διελογίζεσθε
διαλογίζομαιbalance accounts: imperf ind mp 2nd pl -
57 διελογίζετο
διαλογίζομαιbalance accounts: imperf ind mp 3rd sg -
58 διελογίζοντο
διαλογίζομαιbalance accounts: imperf ind mp 3rd pl -
59 διελογίζου
διαλογίζομαιbalance accounts: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) -
60 διελογίσαντο
διαλογίζομαιbalance accounts: aor ind mp 3rd pl
См. также в других словарях:
διαλογίζομαι — balance accounts pres ind mp 1st sg διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογίζομαι — διαλογίζομαι, διαλογίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαλογίζομαι — και διαλογιέμαι (AM διαλογίζομαι) [λογίζομαι] στοχάζομαι, συλλογίζομαι, σκέπτομαι αρχ. 1. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κάποιον 2. διακρίνω, αντιδιαστέλλω 3. επιρρίπτω 4. εξετάζω με κριτικό πνεύμα … Dictionary of Greek
διαλογίζομαι — διαλογίστηκα, συλλογίζομαι, στοχάζομαι: Είναι άνθρωπος φιλοσοφημένος που διαλογίζεται με τις ώρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλογίζεσθε — διαλογίζομαι balance accounts pres imperat mp 2nd pl διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 2nd pl διαλογίζομαι balance accounts pres imperat mp 2nd pl διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 2nd pl διαλογίζομαι balance accounts imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογιζομένων — διαλογίζομαι balance accounts pres part mp fem gen pl διαλογίζομαι balance accounts pres part mp masc/neut gen pl διαλογίζομαι balance accounts pres part mp fem gen pl διαλογίζομαι balance accounts pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογιζόμεθα — διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st pl διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st pl διαλογίζομαι balance accounts imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) διαλογίζομαι balance accounts imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογιζόμενον — διαλογίζομαι balance accounts pres part mp masc acc sg διαλογίζομαι balance accounts pres part mp neut nom/voc/acc sg διαλογίζομαι balance accounts pres part mp masc acc sg διαλογίζομαι balance accounts pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογίζομ' — διαλογίζομαι , διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st sg διαλογίζομαι , διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογίζου — διαλογίζομαι balance accounts pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) διαλογίζομαι balance accounts pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) διαλογίζομαι balance accounts imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) διαλογίζομαι balance accounts… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογίζῃ — διαλογίζομαι balance accounts pres subj mp 2nd sg διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 2nd sg διαλογίζομαι balance accounts pres subj mp 2nd sg διαλογίζομαι balance accounts pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)