-
101 διαλέξαιτο
διαλέγωpick out: aor opt mid 3rd sg -
102 διαλέξασθαι
διαλέγωpick out: aor inf mid -
103 διαλέξεσθαι
διαλέγωpick out: fut inf mid -
104 διαλέξεσθε
διαλέγωpick out: fut ind mid 2nd pl -
105 διαλέξηται
διαλέγωpick out: aor subj mid 3rd sg -
106 διαλέξοιμι
διαλέγωpick out: fut opt act 1st sg -
107 διαλέξοιντο
διαλέγωpick out: fut opt mid 3rd pl -
108 διαλέξοιτο
διαλέγωpick out: fut opt mid 3rd sg -
109 διαλέξονται
διαλέγωpick out: fut ind mid 3rd pl -
110 διαλέξοντας
διαλέγωpick out: fut part act masc acc pl -
111 διαλέξωμαι
διαλέγωpick out: aor subj mid 1st sg -
112 διαλέξων
διαλέγωpick out: fut part act masc nom sg -
113 διαλέχθητε
διαλέγωpick out: aor ind pass 2nd pl (homeric ionic) -
114 διαλέχθητι
διαλέγωpick out: aor imperat pass 2nd sg -
115 διελεγέσθην
διαλέγωpick out: imperf ind mp 3rd dual -
116 διελεγόμεθα
διαλέγωpick out: imperf ind mp 1st pl -
117 διελεγόμην
διαλέγωpick out: imperf ind mp 1st sg -
118 διελεξάμεθα
διαλέγωpick out: aor ind mid 1st pl -
119 διελεξάμην
διαλέγωpick out: aor ind mid 1st sg -
120 διελέγεσθε
διαλέγωpick out: imperf ind mp 2nd pl
См. также в других словарях:
διαλέγω — pick out pres subj act 1st sg διαλέγω pick out pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλέγω — διαλέγω, διάλεξα βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαλέγω — και διαλέω (AM διαλέγω) κάνω επιλογή, επιλέγω νεοελλ. 1. (για λουλούδια, καρπούς) συλλέγω, συνάζω, μαζεύω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαλεγμένος εκλεκτός, διαλεχτός αρχ. 1. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω 2. αποχωρίζω, διαχωρίζω 3. προσπαθώ να βρω … Dictionary of Greek
διαλέγω — διάλεξα, διαλέχτηκα, διαλεγμένος 1. επιλέγω τα καλύτερα ή προτιμότερα στοιχεία ενός συνόλου, κάνω εκλογή. 2. η μτχ., διαλεγμένος ξεχωριστός, επιλεγμένος, άριστος: Ο μανάβης μας έχει πάντοτε διαλεγμένα φρούτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλέγεσθον — διαλέγω pick out pres imperat mp 2nd dual διαλέγω pick out pres ind mp 3rd dual διαλέγω pick out pres ind mp 2nd dual διαλέγω pick out imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλέγεσθε — διαλέγω pick out pres imperat mp 2nd pl διαλέγω pick out pres ind mp 2nd pl διαλέγω pick out imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλέγῃ — διαλέγω pick out pres subj mp 2nd sg διαλέγω pick out pres ind mp 2nd sg διαλέγω pick out pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλέξω — διαλέγω pick out aor subj act 1st sg διαλέγω pick out fut ind act 1st sg διαλέγω pick out aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεγομένων — διαλέγω pick out pres part mp fem gen pl διαλέγω pick out pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεγόμεθα — διαλέγω pick out pres ind mp 1st pl διαλέγω pick out imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεγόμενον — διαλέγω pick out pres part mp masc acc sg διαλέγω pick out pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)