-
1 διακοσιοι
-
2 διακόσιοι
διακόσιοι, αι, α (Hom.+; pap, LXX; TestSol, Test12Patr; Jos., Vi. 90; 115; Tat. 31, 3) two hundred Mk 6:37; J 6:7; 21:8; Ac 23:23; 27:37 (on the number of pers. s. Hemer, Acts 149; cp. a related experience involving c. 600 Jos., Vi. 15); Rv 11:3; 12:6.—Mussies 220f. DELG. -
3 διακόσιοι
διᾱκόσιοι, διακόσιοιtwo hundred: masc nom /voc pl -
4 διακόσιοι
{прил., 8}Ссылки: Мк. 6:37; Ин. 6:7; 21:8; Деян. 23:23; 27:37; Откр. 11:3; 12:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διακόσιοι
-
5 διακόσιοι
{прил., 8}Ссылки: Мк. 6:37; Ин. 6:7; 21:8; Деян. 23:23; 27:37; Откр. 11:3; 12:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διακόσιοι
-
6 διακόσιοι
ες [αϊ], α αριθ. двести -
7 διακόσιοι
двести.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διακόσιοι
-
8 διακόσιοι
-
9 διακόσιοι,-αι,-α
+ ЧC 22-28-4-25-12=91 Gn 5,3.6.22; 11,19.21 -
10 διακόσιοι
[дьякосьи] αριθμ ж^в. двести. -
11 διακόσιοι
A two hundred, Hdt.1.193, etc.: sg. with Noun of multitude, δ. ἵππος two hundred horse, Th.1.62; v. διακάτιοι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακόσιοι
-
12 διᾱκόσιοι
διᾱ-κόσιοι, αι, α, ion. διηκόσιοι, zweihundert; ἵππος διακοσία, 200 Mann Reiter -
13 διηκοσίων
διακόσιοιtwo hundred: fem gen pl (epic ionic)διακόσιοιtwo hundred: masc /neut gen pl (epic ionic) -
14 διηκοσιέων
διακόσιοιtwo hundred: masc /fem gen pl (epic ionic) -
15 διηκοσίαις
διακόσιοιtwo hundred: fem dat pl (epic ionic) -
16 διηκοσίοις
διακόσιοιtwo hundred: masc /neut dat pl (epic ionic) -
17 διηκοσίοισι
διακόσιοιtwo hundred: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
18 διηκοσίους
διακόσιοιtwo hundred: masc acc pl (epic ionic) -
19 διηκόσια
διακόσιοιtwo hundred: neut nom /voc /acc pl (epic ionic) -
20 διηκόσιαι
διακόσιοιtwo hundred: fem nom /voc pl (epic ionic)
См. также в других словарях:
διακόσιοι — ιες, ια (AM διακόσιοι, ιαι, ια Α και ιων. τ. διηκόσιοι) αυτοί που συναποτελούν δύο εκατοντάδες αρχ. φρ. «διακοσίαν ίππου» ιππικό αποτελούμενο από διακόσιους ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη από το διᾱ (διη στον ιων. τ. διη κόσιοι) που τέθηκε… … Dictionary of Greek
διακόσιοι — διᾱκόσιοι , διακόσιοι two hundred masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόσιοι, -ιες, -ια — αυτοί που απαρτίζονται από δύο εκατοντάδες ή είκοσι δεκάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διηκοσίων — διακόσιοι two hundred fem gen pl (epic ionic) διακόσιοι two hundred masc/neut gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηκοσιέων — διακόσιοι two hundred masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηκοσίαις — διακόσιοι two hundred fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηκοσίοις — διακόσιοι two hundred masc/neut dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηκοσίοισι — διακόσιοι two hundred masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηκοσίους — διακόσιοι two hundred masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηκοσίῃσι — διακόσιοι two hundred fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηκοσίῃσιν — διακόσιοι two hundred fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)