-
41 διακομισθέν
διακομίζωaor part pass neut nom /voc /acc sg -
42 διακομισθέντας
διακομίζωaor part pass masc acc pl -
43 διακομισθέντες
διακομίζωaor part pass masc nom /voc pl -
44 διακομισθέντος
διακομίζωaor part pass masc /neut gen sg -
45 διακομισθέντων
διακομίζωaor part pass masc /neut gen pl -
46 διακομισθήσεται
διακομίζωfut ind pass 3rd sg -
47 διακομίζειν
διακομίζωpres inf act (attic epic) -
48 διακομίζεις
διακομίζωpres ind act 2nd sg -
49 διακομίζεσθαι
διακομίζωpres inf mp -
50 διακομίζεται
διακομίζωpres ind mp 3rd sg -
51 διακομίζοιεν
διακομίζωpres opt act 3rd pl -
52 διακομίζονται
διακομίζωpres ind mp 3rd pl -
53 διακομίζοντας
διακομίζωpres part act masc acc pl -
54 διακομίζοντες
διακομίζωpres part act masc nom /voc pl -
55 διακομίζοντος
διακομίζωpres part act masc /neut gen sg -
56 διακομίζουσα
διακομίζωpres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
57 διακομίζουσαν
διακομίζωpres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) -
58 διακομίζων
διακομίζωpres part act masc nom sg -
59 διακομίζωσι
διακομίζωpres subj act 3rd pl -
60 διακομίσαιμεν
διακομίζωaor opt act 1st pl
См. также в других словарях:
διακομίζω — pres subj act 1st sg διακομίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακομίζω — διακομίζω, διακόμισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διακομίζω — (AM διακομίζω) μεταφέρω, μετακομίζω νεοελλ. μεταφέρω από το μέτωπο στα μετόπισθεν τραυματίες ή ασθενείς μσν. 1. κληροδοτώ 2. μεταβιβάζω κληροδότημα στον δικαιούχο αρχ. 1. περνώ, διαβαίνω 2. φρ. «διαβιβάζω σισίτιο» αναζωογονώ, δυναμώνω κάποιον… … Dictionary of Greek
διακομίζω — διακόμισα, διακομίστηκα, διακομισμένος, μεταφέρω κάτι ή κάποιον που δεν μπορεί να μετακινηθεί μόνος του: Οι φάκελοι διακομίσθηκαν μέσω του ταχυδρομείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακομίζῃ — διακομίζω pres subj mp 2nd sg διακομίζω pres ind mp 2nd sg διακομίζω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακομίσει — διακομίζω aor subj act 3rd sg (epic) διακομίζω fut ind mid 2nd sg διακομίζω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακομίσουσιν — διακομίζω aor subj act 3rd pl (epic) διακομίζω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διακομίζω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακομίσω — διακομίζω aor subj act 1st sg διακομίζω fut ind act 1st sg διακομίζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακομίσῃ — διακομίζω aor subj mid 2nd sg διακομίζω aor subj act 3rd sg διακομίζω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακομιεῖ — διακομίζω fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) διακομίζω fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακομιζομένων — διακομίζω pres part mp fem gen pl διακομίζω pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)