-
1 ahdicedit
Διαθήκη -
2 vasiyetname
διαθήκη -
3 testament
διαθήκη -
4 závěť
διαθήκη -
5 testament
διαθήκη -
6 vasiyet
διαθήκη, υποθήκη -
7 завещание
-я ουδ.διαθήκη•оставлять завещание αφήνω διαθήκη•
словесное завещание προφορική διαθήκη•
он умер без -я αυτός πέθανε χωρίς ν’ αφήσει διαθήκη•
по -го поста τη διαθήκη, σύμφωνα με τη διαθήκη.
-
8 завещание
-
9 завещание
завеща||ниес ἡ διαθήκη:оставлять \завещание ἀφήνω διαθήκη· по \завещаниению διά διαθήκης·. -
10 духовный
επ.1. πνευματικός, διανοητικός, ψυχικός•духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου•
-ая близость πνευματική συγγένεΐα.
2. θρησκευτικός, εκκλησιαστικός κληρικός•духовный сан ιερατικό αξίωμα•
-ые книги θρησκευτικά βιβλία•
-ая музыка εκκλησιαστική μουσική•
-ая цензура κληρική λογοκρισία•
-ое лицо ο εκκλησιαστικός•
-ое училище ιερατική σχολή.
3. ουσ. θ. -ая η διαθήκη.εκφρ.- ое завещание – διαθήκη•духовный отец – βλ. духовник духовный сын, -ая дочь ο εξομολογούμενος, η εξομολογούμένη. -
11 завет
-а α.1. (υψ. χφος) εντολή, υποθήκη•-ы ленина πολιτνκή διαθήκη του Λιένιν.
2. (όρκος, υπόσχεση)•ветхий завет Παλαιά Διαθήκη•
Новый завет Καινή Δαθήκη.
-
12 завещать
ρ.δ.κ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завещанный, βρ: -щан, -а, -оδιαθέτω, κληροδοτώ, αφήνω διαθήκη•завещать свое имущество κληροδοτώ με διαθήκη.
|| εκδηλώνω, εκφράζω την επιθυμία, δίνω την ευχή μου.-ется κληροδοτούμαι. -
13 завещание
η διαθήκη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завещание
-
14 ветхий
ветх||ийприл παλιός, παμπάλαιος, σαθρός/ ἐσχατόγερος, γηραιός (о человеке)/ ἐτοιμόρροπος (о здании):\ветхий старик ἐσχατόγερος· \ветхий дом τό παλιό (или τό ἐτοιμόρροπο) σπίτι· <> Ветхий Завет рел. ἡ Παλαιά Διαθήκη. -
15 духовный
духо́вн||ыйприл1. πνευματικός, διανοητικός:\духовныйая близость ἡ πνευματική συγγένεια·2. (церковный) ἐκκλησιαστικός:\духовныйое лицо ὁ κληρικός, ὁ Ιερωμένος· ◊ \духовныйое завещание уст. ἡ διαθήκη. -
16 новый
но́в||ыйприл1. νέος καινούρ(γ)ιος / πρόσφατος (недавний):\новый костюм ἡ καινούρια φορεσιά· \новый дом τό νεόκτιστο σπίτι· \новыйое открытие ἡ νέα ἀνακάλυψη, ἡ νέα ἐφεύρεση· это чго́-то \новыйсе αὐτό εἶναι κάτι τό καινούργιο· \новый номер журнала τό νέο τεῦχος περιοδικού· Новый год τό Νέον ἐτος, ἡ πρωτοχρονιά· что \новыйого? τί νέα;, τί νεώτερα;· ничего́ \новыйого τίποτε τό νεώτερο·2. (современный) νέος, μοντέρνος, σύγχρονος· ◊ вписать \новыйую страницу в науку γράφω νέα σελίδα στήν ἐπιστήμη· \новыйая история ἡ ἰστορία τῶν νέων χρόνων \новый завет рел. ἡ Καινή Διαθήκη. -
17 оспаривать
оспарива||тьнесов в разн. знач. δια-φιλονικώ, διαμφισβητώ, διεκδικώ:\оспаривать завещание διαμφισβητῶ τήν διαθήκη· -\оспаривать чьи́-л. права διεκδικώ τά δικαιώματα κάποιου. -
18 Bible
1) ((with the) the sacred writings of the Christian Church, consisting of the Old and New Testaments.) Βίβλος2) (the Jewish Scriptures (the Old Testament).) Παλαιά Διαθήκη•- biblical -
19 New Testament
(the two main parts of the Bible.) Παλαιά / Καινή Διαθήκη -
20 Old Testament
(the two main parts of the Bible.) Παλαιά / Καινή Διαθήκη
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαθήκη — disposition fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθήκῃ — διαθήκη disposition fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek
διαθήκη — η 1. έγγραφο στο οποίο εκφράζεται ο τρόπος με τον οποίο επιθυμεί κάποιος να διαθέσει την περιουσία του μετά το θάνατό του: Σήμερα θα ανοιχθεί η διαθήκη του πατέρα μου. 2. παραινέσεις προς απογόνους: Παιδί μου, τα λόγια μου είναι η διαθήκη μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καινή Διαθήκη — Βλ. λ.Διαθήκη … Dictionary of Greek
Παλαιά Διαθήκη — Bλ. λ. Διαθήκη και Αγία Γραφή … Dictionary of Greek
Καινή Διαθήκη — η το ιερό βιβλίο των χριστιανών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαθήκηι — διαθήκῃ , διαθήκη disposition fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθηκῶν — διαθήκη disposition fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθῆκαι — διαθήκη disposition fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθήκαιν — διαθήκη disposition fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)