Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

διαθήκη+el

  • 1 ahdicedit

    Διαθήκη

    Türkçe-Yunanca Sözlük > ahdicedit

  • 2 vasiyetname

    διαθήκη

    Türkçe-Yunanca Sözlük > vasiyetname

  • 3 testament

    διαθήκη

    Dictionnaire Français-Grec > testament

  • 4 závěť

    διαθήκη

    Česká-řecký slovník > závěť

  • 5 testament

    διαθήκη

    English-Greek new dictionary > testament

  • 6 vasiyet

    διαθήκη, υποθήκη

    Türkçe-Yunanca Sözlük > vasiyet

  • 7 завещание

    ουδ.
    διαθήκη•

    оставлять завещание αφήνω διαθήκη•

    словесное завещание προφορική διαθήκη•

    он умер без -я αυτός πέθανε χωρίς ν’ αφήσει διαθήκη•

    по -го поста τη διαθήκη, σύμφωνα με τη διαθήκη.

    Большой русско-греческий словарь > завещание

  • 8 завещание

    завещание с η διαθήκη
    * * *
    с
    η διαθήκη

    Русско-греческий словарь > завещание

  • 9 завещание

    завеща||ние
    с ἡ διαθήκη:
    оставлять \завещание ἀφήνω διαθήκη· по \завещаниению διά διαθήκης·.

    Русско-новогреческий словарь > завещание

  • 10 духовный

    επ.
    1. πνευματικός, διανοητικός, ψυχικός•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου•

    -ая близость πνευματική συγγένεΐα.

    2. θρησκευτικός, εκκλησιαστικός κληρικός•

    духовный сан ιερατικό αξίωμα•

    -ые книги θρησκευτικά βιβλία•

    -ая музыка εκκλησιαστική μουσική•

    -ая цензура κληρική λογοκρισία•

    -ое лицо ο εκκλησιαστικός•

    -ое училище ιερατική σχολή.

    3. ουσ. θ. -ая η διαθήκη.
    εκφρ.
    - ое завещание – διαθήκη•
    духовный отецβλ. духовник духовный сын, -ая дочь ο εξομολογούμενος, η εξομολογούμένη.

    Большой русско-греческий словарь > духовный

  • 11 завет

    α.
    1. (υψ. χφος) εντολή, υποθήκη•

    -ы ленина πολιτνκή διαθήκη του Λιένιν.

    2. (όρκος, υπόσχεση)•

    ветхий завет Παλαιά Διαθήκη•

    Новый завет Καινή Δαθήκη.

    Большой русско-греческий словарь > завет

  • 12 завещать

    ρ.δ.κ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завещанный, βρ: -щан, -а, -о
    διαθέτω, κληροδοτώ, αφήνω διαθήκη•

    завещать свое имущество κληροδοτώ με διαθήκη.

    || εκδηλώνω, εκφράζω την επιθυμία, δίνω την ευχή μου.
    -ется κληροδοτούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > завещать

  • 13 завещание

    η διαθήκη.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завещание

  • 14 ветхий

    ветх||ий
    прил παλιός, παμπάλαιος, σαθρός/ ἐσχατόγερος, γηραιός (о человеке)/ ἐτοιμόρροπος (о здании):
    \ветхий старик ἐσχατόγερος· \ветхий дом τό παλιό (или τό ἐτοιμόρροπο) σπίτι· <> Ветхий Завет рел. ἡ Παλαιά Διαθήκη.

    Русско-новогреческий словарь > ветхий

  • 15 духовный

    духо́вн||ый
    прил
    1. πνευματικός, διανοητικός:
    \духовныйая близость ἡ πνευματική συγγένεια·
    2. (церковный) ἐκκλησιαστικός:
    \духовныйое лицо ὁ κληρικός, ὁ Ιερωμένος· ◊ \духовныйое завещание уст. ἡ διαθήκη.

    Русско-новогреческий словарь > духовный

  • 16 новый

    но́в||ый
    прил
    1. νέος καινούρ(γ)ιος / πρόσφατος (недавний):
    \новый костюм ἡ καινούρια φορεσιά· \новый дом τό νεόκτιστο σπίτι· \новыйое открытие ἡ νέα ἀνακάλυψη, ἡ νέα ἐφεύρεση· это чго́-то \новыйсе αὐτό εἶναι κάτι τό καινούργιο· \новый номер журнала τό νέο τεῦχος περιοδικού· Новый год τό Νέον ἐτος, ἡ πρωτοχρονιά· что \новыйого? τί νέα;, τί νεώτερα;· ничего́ \новыйого τίποτε τό νεώτερο·
    2. (современный) νέος, μοντέρνος, σύγχρονος· ◊ вписать \новыйую страницу в науку γράφω νέα σελίδα στήν ἐπιστήμη· \новыйая история ἡ ἰστορία τῶν νέων χρόνων \новый завет рел. ἡ Καινή Διαθήκη.

    Русско-новогреческий словарь > новый

  • 17 оспаривать

    оспарива||ть
    несов в разн. знач. δια-φιλονικώ, διαμφισβητώ, διεκδικώ:
    \оспаривать завещание διαμφισβητῶ τήν διαθήκη· -\оспаривать чьи́-л. права διεκδικώ τά δικαιώματα κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > оспаривать

  • 18 Bible

    1) ((with the) the sacred writings of the Christian Church, consisting of the Old and New Testaments.) Βίβλος
    2) (the Jewish Scriptures (the Old Testament).) Παλαιά Διαθήκη

    English-Greek dictionary > Bible

  • 19 New Testament

    (the two main parts of the Bible.) Παλαιά / Καινή Διαθήκη

    English-Greek dictionary > New Testament

  • 20 Old Testament

    (the two main parts of the Bible.) Παλαιά / Καινή Διαθήκη

    English-Greek dictionary > Old Testament

См. также в других словарях:

  • διαθήκη — disposition fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθήκῃ — διαθήκη disposition fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… …   Dictionary of Greek

  • διαθήκη — η 1. έγγραφο στο οποίο εκφράζεται ο τρόπος με τον οποίο επιθυμεί κάποιος να διαθέσει την περιουσία του μετά το θάνατό του: Σήμερα θα ανοιχθεί η διαθήκη του πατέρα μου. 2. παραινέσεις προς απογόνους: Παιδί μου, τα λόγια μου είναι η διαθήκη μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καινή Διαθήκη — Βλ. λ.Διαθήκη …   Dictionary of Greek

  • Παλαιά Διαθήκη — Bλ. λ. Διαθήκη και Αγία Γραφή …   Dictionary of Greek

  • Καινή Διαθήκη — η το ιερό βιβλίο των χριστιανών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαθήκηι — διαθήκῃ , διαθήκη disposition fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθηκῶν — διαθήκη disposition fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθῆκαι — διαθήκη disposition fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθήκαιν — διαθήκη disposition fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»