Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

διαθέτω

  • 21 записать

    -пишу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. записанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γράφω•

    записать доклад γράφω την εισήγηση•

    записать адрес γράφω τη διεύθυνση.

    2. εγγράφω (σε ταινία, δίσκο).
    3. εγγράφω σε κατάλογο, πρακτικό κ.τ.τ. записать сына в школу εγγράφω το γιο στο σχολείο•

    -ште это за мною γράψτε το στο λογαριασμό μου.

    || σημειώνω.
    4. γράφω στο όνομα, διαθέτω, κληροδοτώ•

    записать дом на жене γράφω το σπίτι στη γυναίκα.

    5. μουντζουρώνω•

    записать всю страницу каракулями γεμίζω όλη τη σελίδα με ορνιθοσκαλίσματα.

    6. αρχίζω να γράφω κλπ. ρ. βλ. писать.
    1. εγγράφομαι.
    2. παραγράφω, γράφω πολλή ώρα•

    -лся, шея болит παράγραψα, ο λαιμός μου πονά.

    || κουράζομαι από το πολύ γράψιμο• με τραβάει το γράψιμο.

    Большой русско-греческий словарь > записать

  • 22 иметь

    -ю, -ешь
    ρ.δ. μ.
    1. έχω, κατέχω•

    иметь деньги έχω χρήματα•

    иметь право έχω δικαίωμα•

    иметь талант έχω ταλέντο•

    это -ет большое значение αυτό έχει μεγάλη σημασία•

    иметь мужество открыто признать свой ошибку έχω το θάρρος ανοιχτά να παραδεχτώ το λάθος μου•

    иметь возможность έχω τη δυνατότητα•

    иметь стыд ντρέπομαι.

    || (για μήκος, ύψος κ.τ.τ.) έχει, είναι•

    эта материя -ет метр ширины αυτό το ύφασμα έχει ένα μέτρο φάρδος•

    эта башня -ет сто метров в высоту αυτός ο πύργος είναι εκατό μέτρα ψηλός.

    || διαθέτω, χρησιμοποιώ• иметь кого-н. помощника έχω κάποιον βοηθό.
    2. παλ. με απαρμφ. σ. σχηματίζει μέλλοντα σ. και αντιστοιχεί μετο μόριο „,θα•

    завтра это сообщение -ет появиться в газетах αύριο αυτή η ανακοίνωση θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες• 8 марта -ет быть концерт στις 8 του Μάρτη θα έχει συναυλία•

    вместе с имеющими поступить... μαζί με κείνους που θα εισαχθούν...• я имею к вам просьбу θα σας παρακαλέσω.

    3. με ουσ. σε αιτ. πτώση εκφράζει ενέργεια αυτού του ουσ. иметь отношение σχετίζομαι•

    иметь применение εφαρμόζομαι•

    иметь притязание διεκδικώ•

    хождение κυκλοφορώ.

    4. έχω αγαπητικό.
    εκφρ.
    иметь место – συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•
    это событие имело место позавчера – αυτό το γεγονός έγινε προχτές•
    иметь целью (ή цель) – επιδιώκω, έχω ως σκοπό (σκοπεύω).• ничего не иметь против δεν έχω καμιά αντίρρηση.
    υπάρχω•

    препятствий (к чему-н.) не -ется εμπόδια δεν υπάρχουν•

    -ются в продаже υπάρχουν για πούλημα (πουλιούνται)•

    по имеющимся сведениям κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες.

    εκφρ.
    иметь в виду – παίρνομαι(λαμβάνομαι) υπ όψη.

    Большой русско-греческий словарь > иметь

  • 23 инвестировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. εισάγω κεφάλαια, διαθέτω κεφάλαια.

    Большой русско-греческий словарь > инвестировать

  • 24 наладить

    -лажу, -ладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. διορθώνω, επανορθώνω, επισκευάζω. || ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ στρώνω, κάνω να λειτουργεί κανονικά•

    наладить работу ρεγουλάρω τη δουλειά•

    наладить дел τακ)τιοποιώ τις υποθέσεις.

    2. διευθετώ, διακανονίζω, εξομαλύνω.
    3. (μουσ.) κουρδίζω, εναρμονίζω.
    4. διαθέτω εαυτόν ψυχικά.
    5. παλ. κατευθύνω, στρέφω.
    6. επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τα ίδια.
    1. ταχτοποιούμαι, κανονίζομαι, ρυθμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. είμαι διατεθημένος, σκοπεύω, έχω κατά νουν.
    3. συνηθίζω, αποκτώ συνήθεια,μαθαίνω•

    -лась лиса в курятник ходить συνήθισε η αλεπού να πηγαίνει στο κοτέτσι.

    Большой русско-греческий словарь > наладить

  • 25 отписать

    -ишу, -ишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отписанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. κατάσχεση• δήμευση (με βάση τον κατάλογο).
    2. αφήνω (καθορίζω) κληρονόμο διαθέτω.
    3. παλ. διαγράφω, σβήνω.
    4. απαντώ σε επιστολή• πληροφορώ γραπτώς.
    5. απογράφω,τελειώνω το γράψιμο.
    απαντώ τυπικά (για να ξεφορτωθώ κάποιον).

    Большой русско-греческий словарь > отписать

  • 26 перебывать

    ρ.σ.
    1. είμαι• έρχομαι• επισκέπτομαι. || διαθέτω, έχω, κατέχω.
    2. γυρίζω παντού, σε πολλά μέρη.

    Большой русско-греческий словарь > перебывать

  • 27 полагать

    ρ.δ.
    1. παλ. καταβάλλω, διαθέτω, βάζω.
    2. παλ. βλ. класть (6 σημ.).
    3. υποθέτω, νομίζω, εικάζω, φαντάζομαι•

    полагать мы -ли, что он уехал εμείς υποθέσαμε ότι αυτός έφυγε.

    || προύποθέτω, σκοπεύω, προτίθεμαι.

    Большой русско-греческий словарь > полагать

  • 28 пушка

    -и, γεν. πλθ. -шек θ. πυροβόλο, κανόνι•

    дальнебоиная пушка το τηλεβόλο•

    противотанковая пушка αντιαρματικό πυροβόλο.

    εκφρ.
    взять на -у – παίρνω τζάμπα, απλέρωτα ή με απάτη•
    как из -и – ακριβώς, στην ώρα, στο λεπτό, ταυτόχρονα, σύγκαιρα: -ой (из -и) не прошибшь (не пробьшь) α) αδιαπέραστο πλήθος λαού. β) δεν του γυρίζεις το κεφάλι, έχει αγύριγο κεφάλι•
    из -и по воробьям – διαθέτω κακώς, σπαταλώ τα έσοδα μου.

    Большой русско-греческий словарь > пушка

  • 29 распорядиться

    -яжусь, -ядишься
    ρ.σ.
    1. διατάζω, ορίζω, προστάζω• δίνω εντολή, εντέλλομαι• κελεύω,
    2. κουμαντάρω, κάνω κουμάντο• διευθύνω. || διαθέτω, χρησιμοποιώ• διαχειρίζομαι.
    3. συμπεριφέρνομαι, φέρνομαι•

    я знаю, как с ним распорядиться ξέρω, πως να του συμπερ ιφερθώ.

    Большой русско-греческий словарь > распорядиться

  • 30 распределить

    -лго, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распределенный, βρ: -лен, -лена, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατανέμω, καταμερίζω• διαμοιράζω, διανέμω• καθορίζω•

    распределить продукт питания μοιράζω τα τρόφιμα• — работу κάνω καταμερισμό της εργασίας.

    || τοποθετώ, βάζω•

    распределить людей по работам βάζω τον καθένα στη δουλειά του.

    || διαθέτω, κανονίζω• προγραμματίζω (για χρόνο).
    2. ταξινομώ, κατατάσσω•

    распределить собранный материал ταξινομώ το συγκεντρωμένο υλικό.

    κατανέμομαι, διανέμομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > распределить

  • 31 склонить

    склоню, склонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. склоненный, βρ: -нен, -нена, -о ρ.σ.μ.
    1. κλίνω, γέρνω, σκύβω•

    склонить голову γέρνω το κεφάλι.

    2. μτφ. διαθέτω, τραβώ με το μέρος μου• προσελκύω.
    3. προδιαθέτω, παροτρύνω• πείθω•
    αποδράσει.
    εκφρ.
    склонить взор (взгляд) – α) χαμηλώνω το βλέμμα, κοιτάζω κάτω. β) ρίχνω ευνοϊκή ματιά, βλέπω με καλό μάτι•
    склонить голову – σκύβω το κεφάλι (υποτάσσομαι)•
    склонить колени перед кем – πέφτω στα γόνατα κάποιου•.- слух ακούω προσεχτικά, δίνω προσοχή στα λόγια κάποιου.
    1. κλίνω, γέρνω, σκύβω. || μτφ. υποτάσσομαι, υποκύπτω.
    2. κατευθύνομαι, πορεύομαι• τραβώ, πηγαίνω•

    солнце -лось к закату ο ήλιος άρχισε να γέρνει.

    || στρέφομαι, γυρίζω•

    разговор -лся на научную тему η συνομιλία στράφηκε σε επιστημονικό θέμα.

    || συμμερίζομαι•

    склонить к какому-л. мнению κλίνω προς κάποια γνώμη.

    3. πείθομαι• συμφωνώ.

    Большой русско-греческий словарь > склонить

  • 32 троить

    трою, троишь
    ρ.δ.μ.
    1. τριμερίζω, χωρίζω, μοιράζω στα τρία.
    2. συνδέω ανά τρεΐ£• φτιάχνω, κατατάσσω, διαθέτω ανά τρεις. || επαναλαβαίνω τρεις φορές• -• поле τριβολίζω το χωράφι. || χτυπώ με μια φορά τρεις, τρία•

    троить на бильярде με μια στεκιά χτυπώ τρεις μπί-λες στο μπιλιάρδο•

    троить из ружья σκοτώνω μ ένα σμπάρο τρία πουλιά.

    εκφρ.
    в глазах -ит – τα βλέπω όλα (τα αντικείμενα) τριπλά.
    τρ ιμερίζομαι, διαιρούμαι στα τρία. || μου φαίνονται (τα αντικείμενα) τριπλά. || τριβολίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > троить

  • 33 употребить

    -блго, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. употребленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.
    χρησιμοποιώ• μεταχειρίζομαι• διαθέτω•

    употребить свободное время для чтения χρησιμοποιώ τον ελεύθερο χρόνο για διάβασμα•

    употребить не свойнственное выражение χρησιμοποιώ απρεπή (ανάρμοστη) έκφραση•

    употребить чистый лист для письма χρησιμοποιώ καθαρό χαρτί για γράψιμο•

    употребить угрозы, насилие χρησιμοποιώ απειλές, βία•

    употребить все средства χρησιμοποιώ όλα τα μέσα.

    χρησιμοποιούμαι• χρησιμεύω.

    Большой русско-греческий словарь > употребить

См. также в других словарях:

  • διαθέτω — διαθέτω, διέθεσα βλ. πίν. 137 Σημειώσεις: (διαθέτω) – διατίθεμαι : η μτχ. διατεθειμένος χρησιμοποιείται κυρίως σε εκφράσεις όπως: δεν είναι διατεθειμένος (→ δεν έχει σκοπό) να κάνει υποχωρήσεις …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαθέτω — (AM διατίθημι, Μ και διαθέτω) 1. τοποθετώ, διευθετώ, τακτοποιώ πράγματα με ορισμένη τάξη 2. έχω κάτι στην κατοχή μου και μπορώ σε κάθε στιγμή να τό χρησιμοποιήσω όπως θέλω 3. εκθέτω κάτι για πώληση 4. θέτω σε ενέργεια, χρησιμοποιώ (γνωριμίες,… …   Dictionary of Greek

  • διαθέτω — διέθεσα, διατέθηκα, διατεθειμένος 1. παραχωρώ προς χρήση: Μετά το θάνατό μου, θα διαθέσω το σπίτι μου στην εκκλησία. 2. χρησιμοποιώ σύμφωνα με τη διάθεσή μου: Πάντα διαθέτω αρκετό χρόνο στα παιδιά μου. 3. προκαλώ καλή ή κακή διάθεση: Ο τρόπος που …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • ακινητοποιώ — 1. κάνω κάποιον ή κάτι ακίνητο, εξαναγκάζω σε ακινησία 2. φρ. «ακινητοποιώ τα κεφάλαια μου», διαθέτω το ρευστό χρήμα για την αγορά ακινήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακίνητος + ποιώ η λ. ως όρος οικονομικός, ιατρικός ή στρατιωτικός πιθανώς να είναι απόδοση… …   Dictionary of Greek

  • αμφιέπω — ἀμφιέπω και ἀμφέπω (Α) 1. περιβάλλω, περικυκλώνω 2. (για τραγούδια) στεφανώνω, επιστέφω 3. πιέζω δυνατά 4. ασχολούμαι με κάτι, φροντίζω 5. παρασκευάζω, ετοιμάζω 6. απονέμω τιμή ή σεβασμό 7. φρουρώ, φυλάσσω, προφυλάσσω 8. συχνάζω 9. περιποιούμαι,… …   Dictionary of Greek

  • ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… …   Dictionary of Greek

  • αποσχολάζω — κ. σκολάζω κ. –σκολνώ (AM ἀποσχολάζω) σταματώ την απασχόληση μου, ξεκουράζομαι μσν. (για στράτευμα) εγκαθίσταμαι κάπου και ησυχάζω αρχ. 1. ψυχαγωγούμαι με κάτι 2. διαθέτω χρόνο για να κάνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… …   Dictionary of Greek

  • αφοσιώνω — (AM ἀφοσιῶ, όω, Α και ἀποσιῶ, ιων. τ.) αφιερώνω, διαθέτω εξ ολοκλήρου νεοελλ. ( ώνομαι) 1. προσφέρω τον εαυτό μου εξολοκλήρου σε κάποιον 2. απασχολούμαι ή επιδίδομαι σε κάτι με πολύ ζήλο 3. (η μτχ.) αφοσιωμένος, η, ο ένθερμος φίλος, πιστός οπαδός …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»