-
21 наехать
-ду, -едешь ρ.σ.1. προσκρούω κατά τη διαδρομή, επιπίπτω, πέφτω πάνω•автомобиль -ал на прохожего το αυτοκίνητο πάτησε το διαβάτη•
наехать на камень προσκρούω στην πέτρα.
|| συναντώ στη διαδρομή.2. καταφτάνω•-ло много гостей ήρθαν πολλοί μουσαφιρέοι•
-ла полиция κατέφτασε η αστυνομία.
3. (απλ.) έρχομαι ξαφνικά, απρόοπτα. -
22 проезд
-а α.1. διαδρομή, μετάβαση (με μεταφορικό μέσο)•платить за проезд πληρώνω για τη διαδρομή•
деньги на проезд τα ναύλα.
2. δίοδος• πέρασμα•узский проезд στενό πέρασμα.
|| πάροδος, σοκάκι. -
23 следование
-я ουδ.ακολούθηση•следование новой моде ακολούθηση της νέας μόδας.
|| δρομολόγιο, διαδρομή•во время -я поезда κατά τη διαδρομή τουτρένου.
|| παρακολούθηση. -
24 выбег
- частоты η ολίσθηση της συχνότητας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выбег
-
25 движение
1. (мех., физ., эк.) η κίνησηбеспорядочное - ακανόνιστη -, τυχαία -вихревое - στροβι-λώδης/στροβιλωειδής -замедленное - επιβραδυνομένη -, η επιβράδυνση-капитала фин. - του κεφαλαίουколебательное - της ταλάντωσης, η ταλάντωσηнисходящее - καθοδική -, η κάθοδοςобратное мех. - ανάστροφη -, αντίστροφη -попятное - астр. η οπισθοβατική φορά- против часовой стрелки - εναντίον της φοράς των δεικτών του ωρολογίου, αριστερόστροφη -прямое астр. ορθή -суточное - астр. η ημερήσια μεταβολή2. (перемещение элементов машин, механизмов) η διαδρομή, η κίνηση, η πορεία- вверх ανοδική -, η άνοδοςвидимое - φαινόμενη -, φαινομενική -- вниз καθοδική -, η κάθοδοςкругообразное - см. круговращательное -3. (приведение в движение) η πρόωση, η προώθησηракетное - η πυραυλική προώθηση ^(общественное) το κίνημα5. (транспорта) η κίνηση, η κυκλοφορίαрасписание - я ο πίνακας των δρομολογίων (τρένων, πλοίων)однопутное - см. одностороннее -одностороннее - μιας κατεύθυνσης, ο μονόδρομος- τράνζιτ6. мор. το συγκρότημα εμβόλου, βάκτρου, σταυρού και διωστήρα 7. (жидкости, газов) η ροή, η κυκλοφορίαбезвихревое - ήρεμη -, παράλληλη -ламинарное - γραμμική -, νηματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движение
-
26 езда
η διαδρομή, το ταξίδιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > езда
-
27 маршрут
το δρομολόγιο, η διαδρομή, η πορεία, η γραμμή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маршрут
-
28 перемещение
1. мех. η μετατόπιση 2. (перенос, передвижение) η μετακίνηση, η μεταφορά 3. (ход элемента, частицы и т.п.) η διαδρομή 4. (по службе) η μετάθεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перемещение
-
29 прогон
1. стр. η δοκός, η τεγίδα 2. (цикл работы) η διαδρομή, ο κύκλος της λειτουργίαςхолостой вчт. - χωρίς φορτίο3. (вертикальное пространство в высоту здания для устройства лестниц, печей, лестничная клетка) το κλιμακοστάσιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прогон
-
30 проход
1. (часть операции) η διαδρομή, η βόλτα (ξεν.)- в корне шва первый (св.) πρώτη - στη ρίζα της ραφήςперекрывающий (св.) - της υπερκάλυψηςпоследний - (св.) τελική -чистовой - лес. η τελική κοπή2. (место, по которому можно пройти) η διάβαση 3. (пролёт) η πτέρυγα, ο διάδρομος 4. (мед., анат.) о πόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проход
-
31 разбег
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разбег
-
32 расход
1. (потребление) η κατανάλωση 2. (количество вещества, проходящее через определённое сечение за единицу времени) о βαθμός, η αναλογία (εκ)ροής, η παροχή 3. (диапазон отклонения штурвала, педалей и т.п.) η διαδρομή, η μετατόπιση, η απόκλιση 4. (финансовый) τα έξοδ/α, η δαπάνηсудно свободно от - ов по погрузке и выгрузке πλοίο ελεύθερο από - της φορτοεκφόρτωσηςобщие - ы γενικά -, η συνολική δαπάνη- ы по поставке на условиях СИФ - προμήθειας με όρους SIF (κόστος, ασφάλειαпостоянные - ы καθημερινά/μόνιμα -- ы связанные с изменением аккредитива - σχετικά με την αλλαγή της πιστωτικής επιστολής- ы связанные с открытием аккредитива - για άνοιγμα της πιστωτικής επιστολήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расход
-
33 следование
η διαδρομή, η πορείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > следование
-
34 следствие
I.мат. η διαδρομή, η πορεία.II.юр. η ανάκριση, η έρευναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > следствие
-
35 такт
1. (часть цикла, шаг, этап) о ρυθμός, το βήμα 2. (временной интервал, задаваемый хронирующим устройством или сигналами) о χρόνος 3. (ход поршня) (две) о χρόνος, η διαδρομή 4. (муз., лингв., литер.) о χρόνος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > такт
-
36 тракт
1. (маршрут, путь прохождения) η δημόσια οδόςο δρόμοςη διαδρομή2. (анат., физиол.) (скопление нервных волокон) η νευρική οδός 3. анат. (орган или ряд органов, имеющие общие функции) η οδόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тракт
-
37 трассировать
I.(намечать трассу) χαράσσω το δρομολόγιο/τη διαδρομή.II.(выписывать тратту) (эк., фин.) συντάσσω/συμπληρώνω την τραβηκτική/συναλλαγματική (επιταγή).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трассировать
-
38 трек
1. (след заряженной частицы) физ. το ίχνος, το αποτύπωμα 2. (дорожка) ο διάδρομος, η διαδρομή (π.χ. του (μοτο)πο-δηλατοδρομείου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трек
-
39 езда
езда ж (действие) η δια δρομή, το ταξίδι (με μεταφορι κό μέσο) \езда на велосипеде η ποδηλασία верховая \езда η ιππασία в двух часах \ездаы от... δύο ώρες δρόμο από...* * *ж( действие) η διαδρομή, το ταξίδι (με μεταφορικό μέσο)езда́ на велосипе́де — η ποδηλασία
верхова́я езда́ — η ιππασία
в двух часа́х езды́ от... — δύο ώρες δρόμο από...
-
40 езда
езд||аж1. ὁ πηγαιμός, ἡ διαδρομή, τό ταξείδι (μέ μεταφορικό μέσο):верховая \езда ἡ ἱππασία· \езда на велосипеде ἡ ποδηλασία·2. (путь) в· пяти часах \ездаы от... πέντε ὠρες δρόμος ἀπό...
См. также в других словарях:
διαδρομῇ — διαδρομή running to and fro through fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομή — running to and fro through fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομή — η (AM διαδρομή) 1. το να διατρέχει κανείς ή κάτι, ορισμένο τοπικό ή χρονικό διάστημα 2. το μεταξύ δύο σημείων τοπικό ή χρονικό διάστημα νεοελλ. 1. σύντομο ταξίδι αναψυχής με πλοίο 2. ο χρόνος που διατέθηκε γι αυτό το ταξίδι αναψυχής αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
διαδρομή — η η πορεία από ένα σημείο σε άλλο, η απόσταση μεταξύ τους: Χρειάζομαι μισή ώρα, για να καλύψω αυτή τη διαδρομή με το αυτοκίνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαδρομαῖς — διαδρομή running to and fro through fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομαί — διαδρομή running to and fro through fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομᾶν — διαδρομή running to and fro through fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομῆς — διαδρομή running to and fro through fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομήν — διαδρομή running to and fro through fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομῶν — διαδρομή running to and fro through fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek