-
41 курсировать
курсироватьнесов κυκλοφορώ, κάνω διαδρομή, ἐκτελώ δρομολόγιο. -
42 маршрут
маршрутм τό δρομολόγιο[ν], ἡ διαδρομή, ἡ πορεία. -
43 перегон
перегонм1. (скота) ἡ μετακίνηση κοπαδιού·2. (расстояние между станциями) ἡ διαδρομή, ὁ δρόμος. -
44 пробег
пробегм спорт. ὁ δρόμος, τό τρέξι-μο[ν], ἡ κούρσα, ἡ διαδρομή:автомобильный \пробег αὐτοκινητοδρομία -
45 пролет
пролетм1. (лестницы) τό μεσόσκα-λο[ν]·2. (моста) τό τόξο[ν], ἡ καμάρα·3. ἀρχ., стр. τό ἄνοιγμα τοίχου·4. ж.-д. (перегон) ἡ διαδρομή. -
46 езда
[ιεζντά] ουσ. θ. διαδρομή -
47 курсировать
[κουρσίραβατ'] ρ. κάνω διαδρομή -
48 проезд
[πραιέστ] ουσ. α διαδρομή, διάβαση -
49 рейс
[ριέϊς] ουσ. α διαδρομή -
50 езда
[ιεζντά] ουσ θ διαδρομή -
51 курсировать
[κουρσίραβατ'] ρ κάνω διαδρομή -
52 проезд
[πραιέστ] ουσ α διαδρομή, διάβαση -
53 рейс
[ριέϊς] ουσ α διαδρομή -
54 ездка
-и, γεν. πλθ. -док, δοτ. -дкэм θ. διαδρομή, μεταφορά•привезти дрова в две -и μεταφέρω καυσόξυλα σε δυο διαδρομές.
-
55 маршрут
-а α.δρομολόγιο• διαδρομή• πορεία. -
56 обкаточный
επ.δοκιμαστικός•обкаточный пробег автобуса δοκιμαστική διαδρομή λεωφορείου.
-
57 перегон
-а α.1. οδήγηση, μετακίνηση•овец на летние пастбища μετακίνηση των προβάτων σε θερινά βοσκοτόπια.
2. η ενδιάμεση απόσταση μεταξύ δυό οδικών στάσεων ή σταθμών διαδρομή μεταξύ δυο στάσεων.3. προσπέρασμα (οχημάτων κτ.τ.). -
58 пробег
-а α.1. τρέξιμο πέρασμα• διάβαση. || διαδρομή, διάνυση. || διάδοση.2. (αθλτ.) δρόμος, τρέξιμο•конный пробег ιπποδρομία•
автомобильный пробег αυτοκινητοδρομία•
лыжный пробег πα-γοδρομια (με σκι).
-
59 проложить
-ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. τοποθετώ, βάζω κατά μήκος• εκτείνω• απλώνω•проложить половики по коридорам απλώνω τα χαλιάστους διαδρόμους.
2. ανοίγω, διανοίγω, φτιάχνω•проложить дорогу через лес διανοίγω δρόμο στο δάσος.
3. σημειώνω τη διαδρομή (στο χάρτη).4. παρεμβάζω, τοποθετώ ανάμεσα•проложить стеклянную посуду соломой βάζω ανάμεσα στα γυαλικά, άχυρο.
εκφρ.проложить дорогу (путь) – ανοίγω το δρόμο (δημιουργώ ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης)•проложить себе дорогу – σταδιοδρομώ μόνος μου. -
60 проскачка
-и θ.διαδρομή με καλπασμό• ο καλπασμός.
См. также в других словарях:
διαδρομῇ — διαδρομή running to and fro through fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομή — running to and fro through fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομή — η (AM διαδρομή) 1. το να διατρέχει κανείς ή κάτι, ορισμένο τοπικό ή χρονικό διάστημα 2. το μεταξύ δύο σημείων τοπικό ή χρονικό διάστημα νεοελλ. 1. σύντομο ταξίδι αναψυχής με πλοίο 2. ο χρόνος που διατέθηκε γι αυτό το ταξίδι αναψυχής αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
διαδρομή — η η πορεία από ένα σημείο σε άλλο, η απόσταση μεταξύ τους: Χρειάζομαι μισή ώρα, για να καλύψω αυτή τη διαδρομή με το αυτοκίνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαδρομαῖς — διαδρομή running to and fro through fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομαί — διαδρομή running to and fro through fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομᾶν — διαδρομή running to and fro through fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομῆς — διαδρομή running to and fro through fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομήν — διαδρομή running to and fro through fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομῶν — διαδρομή running to and fro through fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek