-
1 διαδηλεομαι
См. также в других словарях:
διαδηλησάμενοι — διαδηλέομαι do great harm to aor part mp masc nom/voc pl διαδηλέομαι do great harm to aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδηλήσασθαι — διαδηλέομαι do great harm to aor inf mp διαδηλέομαι do great harm to aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδηλήσηται — διαδηλέομαι do great harm to aor subj mp 3rd sg διαδηλέομαι do great harm to aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδηλήσονται — διαδηλέομαι do great harm to fut ind mp 3rd pl διαδηλέομαι do great harm to fut ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεδηλήσαντο — διαδηλέομαι do great harm to aor ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεδηλήσασθε — διαδηλέομαι do great harm to aor ind mp 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεδηλήσατο — διαδηλέομαι do great harm to aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)