-
1 διαβατικού
-
2 διαβατικοῦ
См. также в других словарях:
διαβατικοῦ — διαβατικός transitive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 διαβατικού
2 διαβατικοῦ
διαβατικοῦ — διαβατικός transitive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)