-
101 διαβληθείη
διαβάλλωthrow: aor opt pass 3rd sg -
102 διαβληθείην
διαβάλλωthrow: aor opt pass 1st sg -
103 διαβληθείητε
διαβάλλωthrow: aor opt pass 2nd pl -
104 διαβληθείς
διαβάλλωthrow: aor part pass masc nom /voc sg -
105 διαβληθείσης
διαβάλλωthrow: aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) -
106 διαβληθέν
διαβάλλωthrow: aor part pass neut nom /voc /acc sg -
107 διαβληθέντας
διαβάλλωthrow: aor part pass masc acc pl -
108 διαβληθέντες
διαβάλλωthrow: aor part pass masc nom /voc pl -
109 διαβληθέντος
διαβάλλωthrow: aor part pass masc /neut gen sg -
110 διαβληθέντων
διαβάλλωthrow: aor part pass masc /neut gen pl -
111 διαβληθήσεσθαι
διαβάλλωthrow: fut inf pass -
112 διαβληθήσομαι
διαβάλλωthrow: fut ind pass 1st sg -
113 διαβάλλειν
διαβάλλωthrow: pres inf act (attic epic) -
114 διαβάλλεις
διαβάλλωthrow: pres ind act 2nd sg -
115 διαβάλλεσθαι
διαβάλλωthrow: pres inf mp -
116 διαβάλλεται
διαβάλλωthrow: pres ind mp 3rd sg -
117 διαβάλληται
διαβάλλωthrow: pres subj mp 3rd sg -
118 διαβάλλοιεν
διαβάλλωthrow: pres opt act 3rd pl -
119 διαβάλλοιμεν
διαβάλλωthrow: pres opt act 1st pl -
120 διαβάλλοιμι
διαβάλλωthrow: pres opt act 1st sg
См. также в других словарях:
διαβάλλω — throw pres subj act 1st sg διαβάλλω throw pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάλλω — διαβάλλω, διέβαλα βλ. πίν. 146 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαβάλλω — (AM διαβάλλω) κατηγορώ, συκοφαντώ, δυσφημώ αρχ. 1. περνώ κάτι διά μέσου άλλου, διαπερνώ 2. ρίχνω απέναντι ή περνώ κάποιον ή κάτι απέναντι, διαπεραιώνω 3. διαβαίνω, υπερβαίνω 4. κάνω κάποιους να φιλονικήσουν 5. διαφωνώ 6. κατηγορώ ή λοιδορώ… … Dictionary of Greek
διαβάλλω — διέβαλα, διαβλήθηκα, διαβλημένος, συκοφαντώ, δυσφημώ κάποιον με ύπουλο και ψεύτικο τρόπο: Διαβάλλει τους συναδέλφους του, για να πάρει προαγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβάλησθε — διαβάλλω throw aor subj mp 2nd pl διαβάλλω throw aor subj act 2nd pl (epic) διαβά̱λησθε , διαβάλλω throw aor subj mid 2nd pl (doric) διαβά̱λησθε , διαβάλλω throw aor subj act 2nd pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάλῃ — διαβάλλω throw aor subj mp 2nd sg διαβάλλω throw aor subj act 3rd sg διαβά̱λῃ , διαβάλλω throw aor subj mid 2nd sg (doric) διαβά̱λῃ , διαβάλλω throw aor subj act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβαλοῦσι — διαβάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαβάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) διαβάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβαλοῦσιν — διαβάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαβάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) διαβάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβεβλημένα — διαβάλλω throw perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic) διαβεβλημένᾱ , διαβάλλω throw perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic) διαβεβλημένᾱ , διαβάλλω throw perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάλλετε — διαβάλλω throw pres imperat act 2nd pl διαβάλλω throw pres ind act 2nd pl διαβάλλω throw imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάλλῃ — διαβάλλω throw pres subj mp 2nd sg διαβάλλω throw pres ind mp 2nd sg διαβάλλω throw pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)