-
1 διεκ
Iv. l. δι΄ ἐκ adv. насквозь, целиком(κόλπος δ. Πελοπόννησον ἐέργει HH.)
IIперед гласными διέξ, v. l. δι΄ ἐκ praep. cum gen. через, из(μεγάροιο, προθύρου Hom.)
-
2 διεξ
перед гласными = διέκ См. διεκ
См. также в других словарях:
διέκ — out through indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέκ — και διέξ (μπροστά από φωνήεν, με εξαίρεση το «διέξ σωλήνος») (AM διέκ και διέξ) ως πρώτο συνθετικό ρημάτων και παραγώγων ουσ. δίνει την έννοια: «περνώντας μέσα από κάτι», «οδηγούμαι, προς τα έξω» (διεκπεραιώ, διεξέρχομαι) αρχ. (ως επίρρ.) 1. μέσα … Dictionary of Greek
διέξ — διέκ out through indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
διέξ — βλ. διέκ … Dictionary of Greek