-
1 διατασις
- εως ἥ1) растяжение, расширение(ὅ οἰσοφάγος ἔχει διάτασιν εἰσιούσης τῆς τροφῆς Arst.)
2) напряжение, усилие(τῶν μερῶν Arst.; τῆς κεφαλῆς Plat.; κόποι καὴ διατάξεις Plut.)
3) возбужденное состояние
См. также в других словарях:
διάτασις — tension fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάσει — διάτασις tension fem nom/voc/acc dual (attic epic) διατάσεϊ , διάτασις tension fem dat sg (epic) διάτασις tension fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάσεις — διάτασις tension fem nom/voc pl (attic epic) διάτασις tension fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάσεσι — διάτασις tension fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάσεσιν — διάτασις tension fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάσιες — διάτασις tension fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάσιος — διάτασις tension fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάτασιν — διάτασις tension fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάταση — Φυσική ή τεχνητή διεύρυνση ενός ανοίγματος ή μιας σωληνοειδούς δομής του σώματος. Ονομάζεται επίσης και διαστολή (βλ. λ.). δ. μυών τενόντων. Τάση των μυών και των τενόντων τους πέρα από τα φυσικά όρια της αντοχής τους, λόγω ξαφνικής έντονης… … Dictionary of Greek
διατάσεων — διατάσεω̆ν , διάτασις tension fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάσεως — διατάσεω̆ς , διάτασις tension fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)