-
1 διάπλους
(-ου) ο1) переплывание; 2) плавание, рейс, переход -
2 διάπλους
διάπλοοςsailing across: masc /fem nom plδιάπλοοςsailing across: masc /fem nom /voc sgδιάπλοοςsailing across: masc acc pl (attic)διάπλοοςsailing across: masc nom sg (attic epic)διαπλόωunfold: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
3 διαπλοος
Iстяж. διάπλους 2переплывающийIIстяж. διάπλους ὅ1) переезд по морю(πρὸς τὸ Κήναιον τῆς Εὐβοίας Thuc.)
2) путь переезда по морю(ὅ δυοῖν νεοῖν δ. Thuc.)
3) судоходный канал -
4 Passage
subs.Crossing: P. διάβασις, ἡ. Ar. and P. δίοδος, ἡ; by sea: P. διάπλους, ὁ, V. πορθμός, ὁ.If anyone should dispute their passage: P. εἴ τις... κωλυτὴς γίγνοιτο τῆς διαβάσεως (Thuc. 3, 23).So that there was no passage by the side of the tower: P. ὥστε πάροδον μὴ εἶναι παρὰ πύργον.Wherever there is a passage: P, ἧ ἂν εὐοδῇ (Dem. 1274).Underground passage: see Underground.Defile: see pass.Way out: P. and V. ἔξοδος, ἡ.by sea: P. διάπλους, ὁ.Permission to pass: Ar. and P. δίοδος, ἡ.The people of Agrigentum allowed no passage through their territory: P. Ἀκραγαντῖνοι οὐκ ἐδίδοσαν διὰ τῆς ἑαυτῶν ὁδόν (Thuc.).Passage in a book: use P. λόγος, ὁ.Passage in a play: Ar. and P. ῥῆσις, ἡ.In many passages: P. πολλαχοῦ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Passage
-
5 ηδη
I.1) ужеἤ. τρίτον ἐστὴν ἔτος Hom. — вот уже третий год;
ἤ. ὥρα ἀπιέναι Plat. — уже пора уходить;εὐτυχοῦσι οἱ μὲν τάχ΄, οι δ΄ ἐσαῦθις, οἱ δ΄ ἤ. Eur. — одни будут вскоре счастливы, другие - попозднее, третьи же счастливы уже теперь;ἤ. πάλαι Soph. — уже давно (= с давнего времени);τότ ἤ. Aesch. — уже тогда;νῦν ἤ. ἴσχειν οὐκέτι πηγὰς δύναμαι δακρύων Soph. — теперь уже я не могу удержать своих слез2) теперь, сейчас, в ближайшее времяἀπελθόντες ἤ. αἱρεῖσθε οἱ δεόμενοι ἄρχοντας Xen. — когда вы теперь уйдете, выберите себе недостающих (у вас) начальников;
νῦν ἤ. διηγησόμεθα Xen. — теперь мы расскажем3) с (э)того времени, с этих порταῦτ΄ ἤ. ἐστὴν αὐτὰ τἀληθῆ Plat. — отныне это уже (будет) верно;
τοτηνίκ΄ ἤ. Soph. — тогда наконец (лишь тогда)4) сейчас же, тут же, немедленноοὐ τάχ΄, ἀλλ΄ ἤ. Arph. — не скоро, а немедленно, сейчас же;
τὸ ἤ. κολάζειν Xen. — немедленное наказывание5) непосредственно, сразу жеἀπὸ Ἴστρου αὕτη ἤ. ἀρχαίη Σκυθική ἐστιν Her. — сразу же за Истром начинается древняя Скифия;
πρὸς πόντον ἤ. Σαρωνικόν Eur. — у самого Саронского залива6) ( в рассуждениях) ведь, ибо, в самом (ведь) делеἤ. γὰρ ἂν οὐσίαν ἢ μέ οὐσίαν αὐτῷ προστίθεσθαι Plat. — ведь тогда (пришлось бы) приписывать ему (сущему) бытие или небытие;
οὐ μόνον - ἀλλ΄ ἤ. Xen. — не только - но (ведь) и7) с superl. и compar. бесспорно, можно сказатьμέγιστος ἤ. διάπλους ἀπὸ τῆς οἰκείας Thuc. — самое, можно сказать, дальнее плавание;
τὸν ἐγὼ ἤ. εἶδον λόγου μέζω Her. — я видел его (т.е. лабиринт у Меридского озера, и нашел, что) он, конечно, превосходит то, что о нем говоритсяII. -
6 переход
1. (действие) η μετάβαση, η μεταβολή 2. (часть плавания) о διάπλους 3. (переходная часть электрического соединителя) о (ηλεκτρικός) σύνδεσμος προσαρμογής 4. (расстояние, которое можно пройти без остановки за какой-л. определенный срок) η απόσταση μεταξύ δύο στάσεων 5. (место, приспособленное или пригодное для перехода, переправы) η διάβαση, το πέρασμα 6. (коридор, соединяющий одно здание с другим) το πέρασμα, ο διάδρομος, η ένωση (που ενώνει δυο κτήρια μεταξύ τους).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переход
-
7 рейс
1. ав. η πτήσηрегулярный - τακτική -, προγραμματισμένη -2. (авто) το ταξίδι, η διαδρομή, το δρομολόγιο 3. ж.-д. η διαδρομή,το δρομολόγιο1 порожний - κενό φορτίου 4. мор. ο πλους, ο διάπλους, το ταξίδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рейс
-
8 заплыв
заплывм спорт. ὁ διάπλους, ἡ ко-λύμβηση [-ις]:\заплыв на короткую дистанцию ἡ κολύμβηση μικρής ἀποστάσης. -
9 переезд
переездм1. ἡ διάβαση [-ις], ἡ μετάβαση ἀπό ἐνα(ν) τόπο σέ ἄλλον/ ὁ διάπλους (по воде)·2. (переселение) ἡ ἀνα-χώρηση [-ις], ἡ μετοίκηση [-ις], ἡ μετοικεσία, ἡ μετάθεση / ἡ μετακόμιση [-ις] (на другую квартиру)·3. ж.-д. σημείο διασταυρώσεως δρόμου μέ σιδηροδρομική γραμμή. -
10 переход
переходм1. (действие) прям., трен. τό πέρασμα:\переход через реку ὁ διάπλους ποταμοῦ· \переход количества в качество τό πέρασμα τής ποσότητας σέ ποιότητα·2. (место) ἡ δίοδος, τό πέρασμα:крытый \переход ἡ στοά·3. воен. ἡ πορεία:дневной \переход ἡ πορεία μιᾶς ήμέρας. -
11 путешествие
путешествиес τό ταξίδι, ὁ πλους, ὁ διάπλους/ ἡ θαλασσοπορία (по морю):кругосветное \путешествие ὁ γῦρος τοῦ κόσμου· совершить \путешествие κάνω ταξίδι. -
12 passage
['pæsi‹]1) (a long narrow way through, eg a corridor through a building: There was a dark passage leading down to the river between tall buildings.) πέρασμα,δίοδος,διάδρομος2) (a part of a piece of writing or music: That is my favourite passage from the Bible.) περικοπή,απόσπασμα3) ((usually of time) the act of passing: the passage of time.) πέρασμα,διάβα4) (a journey by boat: He paid for his passage by working as a steward.) διάπλους,ταξίδι -
13 заплыв
-а α. (αθλτ.) κολύμβηση, διάπλους•заплыв тренировочный заплыв προπόνηση στην κολύμβηση.
-
14 переход
-а α.1. διάβαση, διέλευση, πέρασμα• διάπλους.2. μετακίνηση, μετατόπιση. || εξάπλωση, επέκταση• μετάδοση. || αλλαγή διαμονής. || προβίβαση (μαθητή, σπουδαστή).3. αυτομόληση. || αλλαξοπιστία. || μεταβίβαση. || μτφ. μεταπήδηση, πέρασμα•переход к другой теме πέρασμα σε άλλο θέμα.
|| μετατροπή εξέλιξη•переход ссоры в драку πέρασμα από το μάλωμα στον τσακωμό.
4. στάση (η απόσταση μεταξύ δύο σταθμεύσεων).5. πέρασμα (μέρος διάβασης).6. διάδρομος.7. μετάπτωση. -
15 διάπλοος
I Adj., sailing across or sailing continually, δ. καθίστασαν λεών they kept them at the oar, A. Pers. 382.II as Subst., [full] διάπλους, ὁ, a voyage across, passage,πρὸς τὸ Κήναιον Th.3.93
;ἀπὸ τῆς οἰκείας Id.6.31
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάπλοος
-
16 τέμνω
τέμνω (A), [dialect] Ion., [dialect] Dor., and [dialect] Ep. [full] τάμνω, Il.3.105, al. ( τέμνω once in Hom., Od.3.175), Hdt.2.65, Democr.263, Hp.Acut.22, SIG1026.20 (Cos, [voice] Pass.), cf. ἀποτέμνω, διατέμνω: [ per.] 3sg. [tense] pres. [full] τέμει only in Il. 13.707 ([ per.] 2sg. τέμεις prob. in Epigr. ap. Suid.A s.v. βοῦς ἕβδομος): τέμνω is f.l. in Pi.P.3.68 and v.l. in O.13.57, cf. τάμνω ib.12.6, B.5.17, 16.4, but is the only [dialect] Att. [tense] pres., Th.3.26, IG12.76.56, etc. (v. also τμήγω): Iterat.τέμνεσκον A.R.1.1215
, Q.S.6.217: [tense] fut. , Th.1.82, etc.; [dialect] Ion.τεμέω Hp.Jusj.
: [tense] aor. [dialect] Ion. and [dialect] Dor. ἔτᾰμον, [dialect] Ep. τάμον, Il.3.292, al., SIG4.10 (Cyzicus, vi B.C.), Pi. N.3.33, Hdt.7.132; [dialect] Ep. inf.ταμέειν Il.19.197
; [dialect] Att.ἔτεμον Th.6.7
, IG22.1666A8, etc.: [tense] pf. , ([etym.] ἀπο-) Pl.Men. 85a; [dialect] Dor.[ per.] 3sg.τετμάκει Archim.Con.Sph.22
,26; [dialect] Ion. and [dialect] Ep. part. (in pass. sense) τετμηώς A.R4.156:—[voice] Med., [tense] fut. τεμοῦμαι ([etym.] ὑπο-) Ar. Eq. 291 (lyr.), X.Cyr.1.4.19, etc.: [tense] aor. ἐταμόμην, inf.ταμέσθαι Il.9.580
; [dialect] Att. ([etym.] ἀπ-), Luc.Pr.Im.24:—[voice] Pass., [tense] fut.τμηθήσομαι Arist.LI 968b17
; [dialect] Dor.τμα- Archim.Aequil.2.2
; alsoτετμήσομαι Philostr.VA4.24
, ([etym.] ἐκ-) Pl.R. 564c: [tense] aor. , Th.2.18, etc.; [dialect] Dor.ἐτμα- Archim.Con.Sph.11
: [tense] pf.τέτμημαι Od.17.195
, Th.3.26, etc.; [dialect] Dor.τετμα- Archim.Con.Sph.12
(τετμη- Pi.I.6(5).22
codd.):— cut, in Hom. and elsewhere usu. of particular kinds of cutting (v. infr.); generally, ὀδόντας οἵους τέμνειν fit for cutting, X.Mem.1.4.6; τοιοῦτον τμῆμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει; Pl.Grg. 476d.2 cut, wound, maim,ἀλλήλων ταμέειν χρόα χαλκῷ Il.13.501
, 16.761; πρὸς δέρην τ. wound her in the neck, A.Eu. 592; οἱ στενοὶ (sc. τελαμῶνες) τέμνουσι narrow bandages cut the patient, Sor.1.83.3 of a surgeon, cut,ἐκ μηροῦ τ. βέλος Il.11.844
;τ. τὰν κοιλίαν IG42(1).122.40
(Epid., iv B.C.); τὴν χεῖρα (in blood-letting) Gal.16.810: abs., use the knife, as opp. to cautery ([etym.] κάειν), ἤτοι κέαντες ἢ τεμόντες A.Ag. 849
, cf. X.An.5.8.18, Pl.Grg. 456b, 480c, 521e, etc.:— [voice] Pass., to be operated upon, Hp.Aph.7.44, Pl.Grg. 479a.5 prune vines, LXX Le.25.3, cf. Is.5.6 ([voice] Pass.); cut, i.e. gather, herbs, Dsc.3.132 ([voice] Pass.).II cut up, cut to pieces, of animals, Il.9.209; τ. μελεϊστί, διὰ μελεϊστί, κατὰ μέλη, 24.409, Od.9.291, Pi.O.1.49;τ. ἰχθῦς Hdt.2.65
, cf. 3.42, etc.:—[voice] Med.,ταμνομένους κρέα πολλά Od.24.364
.b slaughter, sacrifice,ταμέειν Διί τ' Ἠελίῳ τε Il.19.197
; σφάγια τ. E.Supp. 1196:—[voice] Pass.,σφάγια τέμνεται Id.Heracl. 400
.2 ὅρκια τάμνειν sacrifice in attestation of an oath, and hence, take solemn oaths, Il.2.124, Od.24.483, etc. (also in late Prose, as Plb.21.24.3, 21.32.15, al.); , etc.; θάνατόν νύ τοι ὅρκι' ἔταμνον I made a truce which was death to thee, 4.155; ἐπὶ τούτοισι τ. ὅρκιον on these terms, Hdt.7.132; without ὅρκιον, τ. τισὶ μένειν τὸ ὅρκιον make a covenant that.., Id.4.201; alsoσπονδὰς τέμωμεν E.Hel. 1235
; ἆρα φίλιά μοι τεμεῖ; Id.Supp. 376 (lyr.):—[voice] Med., of two parties,ὅρκια τάμνεσθαι Hdt.4.70
.3 φάρμακον τέμνειν cut or chop up a plant for purposes of medicine or witchcraft, Pl.Lg. 836b: metaph., ib. 919b, Ep. 353e: hence πόρον or ἄκος τέμνειν contrive a means or remedy, A.Supp. 807 (lyr., dub.l.), E.Andr. 121 (lyr.).4 divide, of a river, μέσην τ. Λιβύην cut it in twain, Hdt.2.33, cf. E.El. 411; of a mountain-chain, D.P.340, 890; τ. δίχα cleave in two, Pl.Smp. 190d:-[voice] Med., ἑπτὰ μέρη τεμόμενος having divided it into seven parts, Id.Lg. 695c:—[voice] Pass.,γραμμὴ δίχα τετμημένη Id.R. 509d
; τετμημένος ἐξ ἑνὸς δύο cut from one into two, Id.Smp. 191d.b διὰ τῆς δριμυφαγίας εἰ καὶ τὸ πάχος τέμνοιτο τοῦ γάλακτος were to be diluted, thinned, Sor.1.98;ἡ τῆς πτισάνης [ὕλη] τ. καὶ ὑγραίνει τὰ τῆς ἀναπτύσεως δεόμενα Gal.15.507
, cf. 6.352, 14.742; , cf. Vict.Att.1, al.5 divide logically,τ. δίχα Pl.Phlb. 49a
, Plt. 287b; τ. τὸν ἀριθμὸν ἀρτίῳ καὶ περιττῷ into even and odd, ib. 262e, cf. 266e, al.; εἰς δύο μέρη τέμνουσι [ τὴν πραγματείαν] Sor. 1.1:—[voice] Pass.,διχῇ τέμνεσθαι Pl.Sph. 223c
.III cut off, severἐκ κεφαλέων τρίχας Il.3.273
;κεφαλὴν ἀπὸ δειρῆς 18.177
;δρακόντοιν κάρα A.Ch. 1047
, cf. S.Ph. 619;λαιμούς τινος Ar.Av. 1560
; πλόκον, φόβας, βόστρυχον, S.Aj. 1179, El. 449, 901 ([voice] Pass.), etc.;τράχηλον σώματος χωρίς E.Ba. 241
; Ὕδραν τ. Pl.R. 426e: with double acc., ἐρινεὸν ὀξέϊ χαλκῷ τάμνε νέους ὄρπηκας cut the branches off the fig-tree, Il.21.38 ( ἐρινεοῦ cj. Agar):—[voice] Pass., τρίχας ἐτμήθην had them cut off, E.Tr. 480.2 part off, mark off,τέλσον ἀρούρης Il.13.707
;τέμενος 6.194
; so in [voice] Med., 9.580; also τάμνοντ' ἀμφὶ βοῶν ἀγέλας they cut them off, surrounded them, 18.528.IV cut down, fell, of trees and timber, δένδρεα, δρῦς, φιτρούς, 11.88, 23.119, Od.12.11, etc.; ; τίς.. ἔτεμε τὰν δακρυόεσσαν Ἰλίῳ πεύκαν; E.Hel. 231 (lyr.);τ. ὕλην Th.2.98
; τ. ξύλα ἐκ τοῦ Κιθαιρῶνος ib.75;χάρακας ἐκ τοῦ τεμένους Id.3.70
:—[voice] Pass., [μελίη] χαλκῷ ταμνομένη Il.13.180
;ῥόπαλον τετμημένον Od.17.195
; ἡ ὕλη ἡ τετμ. the felled timber, D.42.30:—[voice] Med., δοῦρα τάμνεσθαι fell oneself timber, Od.5.243, cf. Hdt.5.82, E.Hec. 634 (lyr.).2 λίθον τ. hew or quarry it, IG12.76.56, cf. 22.1666A8, 42(1).102.41, al. (Epid., iv B.C.), Pl.Criti. 116a, PPetr.2p.6 (iii B.C.), D.S.5.13; τ. μέταλλον open or work a mine, Hyp.Eux.35 ([voice] Pass.):—[voice] Med., λίθους τάμνεσθαι have them wrought or hewn, Hdt.1.186.3 cut down for purposes of destruction,γῆς τ. βλαστήματα E.Hec. 1204
;τ. τὸν σῖτον X.Mem.2.1.13
; also τ. τὴν γῆν lay waste the country by felling the fruit-trees, cutting the corn, etc., Hdt.9.86, cf. Th.2.19,55, And.3.8 ([voice] Pass.);τῆς γῆς ἔτεμον οὐ πολλήν Th.6.7
: c. partit. gen., τῆς γῆς τ. waste part of it, Id.1.30, 2.56:—[voice] Pass., ib.18,20.V cut into shape,δέρμα βόειον Od.14.24
;ἱμάντας ἐκ τοῦ δέρματος Hdt.5.25
:—[voice] Med.,νομέας ταμόμενοι Id.1.194
.2 τ. ὁδόν cut or make a road,τ. ὁδοὺς εὐθείας Th.2.100
;τ. διάπλους ἐκ τῶν διωρύχων Pl.Criti. 118e
;τάφρον τεμέσθαι PHal.1.107
(iii B.C.); ὁ τέμνων (sc. τὴν τάφρον) ib. 110: metaph., ὀχετοὺς ἐπὶ τὸν πλεύμονα ἔτεμον carried channels or ducts to the lungs, Pl.Ti. 70d, cf. 77c;οὐκ.. ἐγὼ πρῶτος ταύτην ἐτεμόμην τὴν ὁδόν Luc.Pr.Im.24
:—[voice] Pass.,μυρίαι τέτμηνται κέλευθοι Pi.I.6(5).22
;οὐ τετμημένων [τῶν] ὁδῶν Hdt.4.136
, etc.b make one's way, advance,ὦ τὴν ἐν ἄστροις.. τέμνων ὁδὸν.. Ἥλιε E.Ph. 1
;διὰ μέσου.. αἰθέρος τέμνων κέλευθον Ar.Th. 1100
; τὴν μεσόγαιαν τ. τῆς ὁδοῦ take the inland road, strike through the interior, Hdt.7.124, 9.89: metaph., μέσον τι τέμνειν hold a middle course, Pl.Prt. 338a; τὴν μέσην τ. Plu.2.7b; μέσον τινὰ [ βίον] τ. Pl.Lg. 793a;βιότοιο τ. τρίβον AP9.359
(Posidipp. or Pl.Com.), 360 (Metrod.): abs., make one's way, A.R.2.1244, 4.771.3 of ships, cut through the waves, plough the sea, τ. πέλαγος μέσον, κύματα θαλάσσης, Od.3.175, 13.88, cf. Pi.P.3.68: metaph., ψεύδη.. τάμνοισαι κυλίνδοντ' ἐλπίδες men's hopes are tossed about as they cut through the sea of lies, Id.O.12.6: of birds, αἰθέρος αὔλακα τ. cleave the air, Ar.Av. 1400, cf. h.Cer. 383, E.Epigr.2.VII cut short, bring to a crisis or decision,μαχᾶν τ. τέλος Pi.O.13.57
;κίνδυνον τ. σιδάρῳ E.Heracl. 758
(lyr.);λόγῳ τὰ διάφορα τεμεῖν Lib.Or.18.164
; τὰς δίκας τ. Cod.Just.3.1.12, cf. 2.12.27.2, al.------------------------------------ -
17 ἐλαφρός
A light in weight, τόν οἱ ἐ. ἔθηκε (sc. λᾶαν) Il.12.450;ξύλου ἐλαφρότερα Hdt.3.23
;πῦρ Parm.8.57
; opp. βαρύς, Pl.Ti. 63c, etc.; in Epitaphs, γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν 'sit tibi terra levis', Epigr.Gr.195 ([place name] Vaxos), cf. Sammelb. 315. Adv., τά (sc. δένδρεα)οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς Od.5.240
.2 light to bear, easy, ; ;πόνος-ότερος ἑαυτοῦ συνηθείῃ γίνεται Democr.241
: later, [comp] Comp.ἐλαφρώτερον ἄλγος Max.173
; ἐλαφρόν [ ἐστι] 'tis light, easy, Pi.N.7.77, A.Pr. 265, etc.; easy to understand, [προβλήματα] ἐ. καὶ πιθανά Plu.2.133e
, cf. D.Chr. 18.11; ἐν ἐλαφρῷ ποιήσασθαί τι to make light of a thing, Hdt.3.154;οὐκ ἐν ἐ. ποιεῖσθαι Id.1.118
; οὐκ ἐν ἐ. no light matter, Theoc.22.212. Adv. -ρῶς, φέρειν ζυγόν to bear it lightly, Pi.P.2.93.3 light of digestion, Plu.2.137a.5 [voice] Act., ease-giving, B.Fr.8, Theoc.2.92.II light in moving, nimble, γυῖα δ' ἔθηκεν ἐ. Il.5.122;ἦ μάλ' ἐ. ἀνήρ 16.745
;ἐλαφρότατος ποσσί 23.749
; χεῖρες.. ἐπαΐσσονται ἐ. ib. 628;κίρκος.. ἐλαφρότατος πετεηνῶν 22.139
, Od.13.87; [ἵπποι] ἐλαφρότατοι θείειν 3.370
;ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς A.Pr. 125
(anap.); ἐ. ποδί ib. 281 (anap.);γονάτων ἐλαφρὸν ὁρμάν Pi.N.5.20
;ἐ. ποδῶν ἴχνι' ἀειράμεναι Call.
Fr.anon. 391; ἐλαφρὰ ἡλικία the age of active youth, X.Mem.3.5.27; ἐλαφροί, οἱ, light troops, Id.An.4.2.27 (restricted to cavalry who fight at close quarters, Ascl.Tact.1.3): metaph., πόλιας θῆκεν ἐλαφροτέρας made them easier in condition, Epigr.Gr.905 ([place name] Gortyn). Adv. - ρῶς nimbly, Ar.Ach. 217;ὀρχεῖσθαι πυρρίχην X.An.6.1.12
.III metaph., light-minded, unsteady, fickle, πᾶν πλῆθός ἐστιν ἐ. Plb.6.56.11; ἐ. λύσσα light-headed madness, E.Ba. 851.IV Ἐλαφρός· Ζεὺς ἐν Κρήτῃ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαφρός
-
18 ἤδη
ἤδη, Adv.:1 already, by this time, νὺξ ἤ. τελέθει 'tis already night, Il.7.282; ἤ. Τρώεσσιν ὀλέθρου πείρατ' ἐφῆπται ib. 402: with numerals,ἤ. γὰρ τρίτον ἔτος Od.2.89
;τρίτην ἤ. ἡμέραν Pl.Prt. 309d
;ἔτος τόδ' ἤ. δέκατον S.Ph. 312
; ἦν δ' ἦμαρ ἤ. δεύτερον ib. 354;τελοῦντες ἕκτον ἕβδομόν τ' ἤ. δρόμον Id.El. 726
;ἤ. γὰρ πολὺς ἐκτέταται χρόνος Id.Aj. 1402
.2 forthwith, immediately,φρονέω δὲ διακρινθήμεναι ἤ. Ἁργείους καὶ Τρῶας Il.3.98
;λέξον νῦν με τάχιστα, ὄφρα καὶ ἤδη.. ταρπώμεθα κοιμηθέντες Il.24.635
, cf. Od.4.294;ἤ. νῦν.. μεγάλ' εὔχεο Il.16.844
; στείχοις ἂν ἤ. S.Tr. 624; ἤδη.. στέλλεσθε; Id.Ph. 466; μετὰ τοῦτ' ἤ. Ar.Th. 655; ἤ. ποτέ now at length, Mitteis Chr.87.8 (ii A.D.); on the verso of a letter, urgent, immediate, PCair. Zen.154 (iii B.C.);ἤ. ἤ. ταχὺ ταχύ PMag.Osl.1.319
.3 opp. to the future or past, actually, now, οὐκ ὄναρ, ἀλλ' ὕπαρ ἤ. Od.20.90;τοῖς μὲν γὰρ ἤ., τοῖς δ' ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ S.OC 614
; οἱ μὲν τάχ', οἱ δ' ἐσαῦθις, οἱ δ' ἤ. E.Supp. 551; οὐ τάχ', ἀλλ' ἤ. Ar.Ra. 527; ἡ ἤ. χάρις present favour, D.23.134;τὸ ἤ. κολάζειν X.An.7.7.24
.4 of logical proximity,ἤ. γὰρ ἂν προστίθεσθαι Pl.Tht. 201e
; τὰ ἐκ τούτων ἤ. συγκείμενα ib. 202b;πᾶς ἤ. ἂν εὕροι Id.R. 398c
;ἃν σὺ ὁμολογήσῃς, ταῦτ' ἤ. ἐστὶν αὐτὰ τἀληθῆ Id.Grg. 486e
; τοῦτο τοὔπος δεινὸν ἤ. Ar.Ach. 315; τὰ πάντα τὰ πράγματα διαφθείραντα ταῦτ' ἐστὶν ἤ. D.19.19.b καὶ ἤ. and further, as well, ἐμέ τε καὶ σὲ καὶ τἆλλ' ἤ. Pl.Tht. 159b, cf. S.E.P.1.53, 219, etc.d only then, then and not before, , Isoc. 12.25, Ep.6.9; ἐνταῦθ' ἤ. Aeschin.3.140;κακοπαθοῦντες ἤ. τῶν λόγων ἅπτονται Th.1.78
.5 with [comp] Sup., ὦ πάντων ἀνδρῶν ἤ. μάλιστα.. κτησάμενε up to this time, Hdt.8.106;μέγιστος ἤ. διάπλους Th.6.31
: with [comp] Comp.,ἤδη.. λόγου μέζων Hdt.2.148
.II joined with other words of time, ἤ. νῦν now already, Il.1.456, A.Ag. 1578; νῦν ἤ. Od.23.54, S.Ant. 801 (anap.);ἤ. ποτέ Il.1.260
, S.Aj. 1142, Ar.Nu. 346; ποτ' ἤ. A.Eu.50;ἤ. πώποτε Eup.214
, Pl.R. 493d; πάλαι ἤ. S.OC 510 (lyr.); ἤ. τότε even then, Pl.R. 417b; ἐπεὶ ἤ. Od.4.260; εἰ ἤ. Il.22.52; τὸ τηνίκ' ἤ. S.OC 440; τὸ λοιπὸν ἤ. Id.Ph. 454;ἄλλοτε ἤ. πολλάκις Pl.R. 507a
; ἤ. γε even now, D.19.52.III of place, ἀπὸ ταύτης ἤ. Αἴγυπτος after this Egypt begins, Hdt.3.5, cf. 2.15,4.99, E.Hipp. 1200;Φωκεῦσιν ἤ. ὅμορος ἡ Βοιωτία ἐστίν Th.3.95
. (In general, cf. Arist.Ph. 222b7.)------------------------------------ -
19 Crossing
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Crossing
-
20 Way
subs.Path: P. and V. ὁδός, ἡ, V. τρίβος, ὁ or ἡ (also Xen. but rare P.), οἶμος, ὁ or ἡ (also Plat. but rare P.), στίβος, ὁ, πόρος, ὁ. Ar. and P. ἀτραπός, ἡ, Ar. and V. κέλευθος, ἡ.Omens by the way: V. ἐνόδιοι σύμβολοι, οἱ (Æsch., P. V. 487).Right of way: Ar. also P. δίοδος, ἡ.Way in: P. and V. εἴσοδος, ἡ.Way through ( by sea): P. διάπλους, ὁ.In the way: use adv., P. and V. ἐμποδών.They will get in each other's way: P. ἐν σφίσιν αὐτοῖς ταράξονται (Thuc. 7, 67).Get in the way of: see collide with.Out of the way: use adv., P. and V. ἐκποδών.Put out of the way: see Remove.Remote: see Remote.They will suffer no out of the way punishment: P. οὐδὲν μεῖζον τῶν ὑπαρχόντων πείσονται (Lys. 103).Get out of the way, stand aside, v.: P. and V. ἐξίστασθαι: see give way.Have your way since such is the will of all: V. νικᾶτʼ ἐπειδὴ πᾶσιν ἁνδάνει τάδε (Eur., Rhes. 137).Make a way, v.: P. ὁδοποιεῖν.Advance, gain ground: P. and V. προκόπτειν.Make way; give way.Force one's way: P. βιάζεσθαι; see under Force.Flag: flag.met., yield: P. and V. εἴκειν ὑπείκειν, συγχωρεῖν, ἐκχωρεῖν, V. παρείκειν, Ar. and P. παραχωρεῖν, ὑποχωρεῖν, P. ὑποκατακλίνεσθαι.Be conquered: P. and V., ἡσσᾶσθαι.Give way a little: P. ὑπενδιδόναι (absol.).Give way to: P. and V. ἐνδιδόναι (dat.) (Eur., Tro. 687), συγχωρεῖν (dat.), εἴκειν (dat.), ὑπείκειν (dat.), Ar. and P. ὑποχωρεῖν (dat.), παραχωρεῖν (dat.), V. ἐκχωρεῖν (dat.), προσχωρεῖν (dat.), ἐξίστασθαι (dat.). P. ὑποκατακλίνεσθαι (dat.); see under give, indulge, yield.Get under way, v. trans.: P. and V. αἴρειν (Eur., Hec. 1141); v. intrans.: P. and V. ἀπαίρειν, P. αἴρειν.Work one's way: see Advance.Method, manner: P. and V. τρόπος, ὁ, ὁδός, ἡ.In what way: see How.In that way: P. ἐκείνῃ, V. κείνῃ (Eur., Alc. 529).In a kind of way: P. and V. τρόπον τινά.In every way: P. and V. πανταχῆ, P. πανταχῶς.In many ways: P. πολλαχῶς.In some ways... in others: P. and V. τῇ μέν... τῇ δέ (Eur., Or. 356).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Way
См. также в других словарях:
διάπλους — ο (Α διάπλους) [διαπλέω] 1. πέρασμα θάλασσας, λίμνης ή ποταμού με σκάφος 2. η πλεύση από έναν τόπο σε άλλον … Dictionary of Greek
διάπλους — ο πλους, πέρασμα μέσα από θαλάσσια έκταση, ποταμό, λίμνη: Ο διάπλους του Τορωναίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάπλους — διάπλοος sailing across masc/fem nom pl διάπλοος sailing across masc/fem nom/voc sg διάπλοος sailing across masc acc pl (attic) διάπλοος sailing across masc nom sg (attic epic) διαπλόω unfold imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραβερσάδα — η, Ν ναυτ. (ιδιωμ. τ.) διάπλους από λιμάνι σε λιμάνι, ιδίως όταν αυτός δεν γίνεται ως τακτικό, αλλά ως περιστασιακό δρομολόγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. traversata «διάπλους, διάβαση διά μέσου θάλασσας»] … Dictionary of Greek
ήδη — (AM ἤδη) (χρον. επίρρ.) 1. (για γεγονότα άμεσου παρελθόντος) τώρα πια, πλέον, τώρα πλέον (α. «έχουμε ήδη μπει στον χειμώνα» β. «νὺξ ἤδη τελέθει», Ομ. Ιλ.) 2. (με αριθμ. που δηλώνουν χρόνο, και για κοντινό και για απώτερο παρελθόν) τώρα πλέον, από … Dictionary of Greek
διάσχιση — η (Α διάσχισις) διαίρεση, διαχωρισμός, σχίσιμο νεοελλ. 1. διαδρομή, διάπλους («διάσχιση τού αέρα») 2. ανώμαλη και βίαιη λύση τής συνέχειας τών σαρκών 3. ναυτ. η διάνοιξη μεγάλων σχισμών με μαχαίρι σε ιστίο για να μπορέσει, σε περίπτωση θύελλας,… … Dictionary of Greek
πορεία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * η, ΝΜΑ [πορεύω] 1. βάδιση, περπάτημα όδευση 2. ο δρόμος ως αποτέλεσμα τής βάδισης τού πορευόμενου («τήν εἰς Πέρσας πορείαν», Ξεν.) 3. η διάβαση θαλάσσιου… … Dictionary of Greek
Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… … Dictionary of Greek
Η Διώρυγα του Σ — Τεχνητός υδάτινος δρόμος με διαδρομή 161 χλμ. μέσα από τον ομώνυμο ισθμό, συνδέει τη Μεσόγειο (Ατλαντικός ωκεανός) με την Ερυθρά θάλασσα (Ινδικός ωκεανός). Σχέδια για τη σύνδεση των δύο θαλασσών χρονολογούνται από τη δεύτερη π.Χ. χιλιετία και… … Dictionary of Greek
Λευκάδα — I Νησί (303 τ. χλμ., 20.751 κάτ.) του Ιονίου πελάγους, Β της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης και πολύ κοντά στην ακτή της Αιτωλοακαρνανίας, από την οποία τη χωρίζει στενός (25 μ.) τεχνητός δίαυλος (διώρυγα της Λ. ή Αλεξάνδρου). Η Λ. είναι το τέταρτο σε … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek