-
1 διάπλους
(-ου) ο1) переплывание; 2) плавание, рейс, переход -
2 διαπλοος
Iстяж. διάπλους 2переплывающийIIстяж. διάπλους ὅ1) переезд по морю(πρὸς τὸ Κήναιον τῆς Εὐβοίας Thuc.)
2) путь переезда по морю(ὅ δυοῖν νεοῖν δ. Thuc.)
3) судоходный канал -
3 ηδη
I.1) ужеἤ. τρίτον ἐστὴν ἔτος Hom. — вот уже третий год;
ἤ. ὥρα ἀπιέναι Plat. — уже пора уходить;εὐτυχοῦσι οἱ μὲν τάχ΄, οι δ΄ ἐσαῦθις, οἱ δ΄ ἤ. Eur. — одни будут вскоре счастливы, другие - попозднее, третьи же счастливы уже теперь;ἤ. πάλαι Soph. — уже давно (= с давнего времени);τότ ἤ. Aesch. — уже тогда;νῦν ἤ. ἴσχειν οὐκέτι πηγὰς δύναμαι δακρύων Soph. — теперь уже я не могу удержать своих слез2) теперь, сейчас, в ближайшее времяἀπελθόντες ἤ. αἱρεῖσθε οἱ δεόμενοι ἄρχοντας Xen. — когда вы теперь уйдете, выберите себе недостающих (у вас) начальников;
νῦν ἤ. διηγησόμεθα Xen. — теперь мы расскажем3) с (э)того времени, с этих порταῦτ΄ ἤ. ἐστὴν αὐτὰ τἀληθῆ Plat. — отныне это уже (будет) верно;
τοτηνίκ΄ ἤ. Soph. — тогда наконец (лишь тогда)4) сейчас же, тут же, немедленноοὐ τάχ΄, ἀλλ΄ ἤ. Arph. — не скоро, а немедленно, сейчас же;
τὸ ἤ. κολάζειν Xen. — немедленное наказывание5) непосредственно, сразу жеἀπὸ Ἴστρου αὕτη ἤ. ἀρχαίη Σκυθική ἐστιν Her. — сразу же за Истром начинается древняя Скифия;
πρὸς πόντον ἤ. Σαρωνικόν Eur. — у самого Саронского залива6) ( в рассуждениях) ведь, ибо, в самом (ведь) делеἤ. γὰρ ἂν οὐσίαν ἢ μέ οὐσίαν αὐτῷ προστίθεσθαι Plat. — ведь тогда (пришлось бы) приписывать ему (сущему) бытие или небытие;
οὐ μόνον - ἀλλ΄ ἤ. Xen. — не только - но (ведь) и7) с superl. и compar. бесспорно, можно сказатьμέγιστος ἤ. διάπλους ἀπὸ τῆς οἰκείας Thuc. — самое, можно сказать, дальнее плавание;
τὸν ἐγὼ ἤ. εἶδον λόγου μέζω Her. — я видел его (т.е. лабиринт у Меридского озера, и нашел, что) он, конечно, превосходит то, что о нем говоритсяII.
См. также в других словарях:
διάπλους — ο (Α διάπλους) [διαπλέω] 1. πέρασμα θάλασσας, λίμνης ή ποταμού με σκάφος 2. η πλεύση από έναν τόπο σε άλλον … Dictionary of Greek
διάπλους — ο πλους, πέρασμα μέσα από θαλάσσια έκταση, ποταμό, λίμνη: Ο διάπλους του Τορωναίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάπλους — διάπλοος sailing across masc/fem nom pl διάπλοος sailing across masc/fem nom/voc sg διάπλοος sailing across masc acc pl (attic) διάπλοος sailing across masc nom sg (attic epic) διαπλόω unfold imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραβερσάδα — η, Ν ναυτ. (ιδιωμ. τ.) διάπλους από λιμάνι σε λιμάνι, ιδίως όταν αυτός δεν γίνεται ως τακτικό, αλλά ως περιστασιακό δρομολόγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. traversata «διάπλους, διάβαση διά μέσου θάλασσας»] … Dictionary of Greek
ήδη — (AM ἤδη) (χρον. επίρρ.) 1. (για γεγονότα άμεσου παρελθόντος) τώρα πια, πλέον, τώρα πλέον (α. «έχουμε ήδη μπει στον χειμώνα» β. «νὺξ ἤδη τελέθει», Ομ. Ιλ.) 2. (με αριθμ. που δηλώνουν χρόνο, και για κοντινό και για απώτερο παρελθόν) τώρα πλέον, από … Dictionary of Greek
διάσχιση — η (Α διάσχισις) διαίρεση, διαχωρισμός, σχίσιμο νεοελλ. 1. διαδρομή, διάπλους («διάσχιση τού αέρα») 2. ανώμαλη και βίαιη λύση τής συνέχειας τών σαρκών 3. ναυτ. η διάνοιξη μεγάλων σχισμών με μαχαίρι σε ιστίο για να μπορέσει, σε περίπτωση θύελλας,… … Dictionary of Greek
πορεία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * η, ΝΜΑ [πορεύω] 1. βάδιση, περπάτημα όδευση 2. ο δρόμος ως αποτέλεσμα τής βάδισης τού πορευόμενου («τήν εἰς Πέρσας πορείαν», Ξεν.) 3. η διάβαση θαλάσσιου… … Dictionary of Greek
Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… … Dictionary of Greek
Η Διώρυγα του Σ — Τεχνητός υδάτινος δρόμος με διαδρομή 161 χλμ. μέσα από τον ομώνυμο ισθμό, συνδέει τη Μεσόγειο (Ατλαντικός ωκεανός) με την Ερυθρά θάλασσα (Ινδικός ωκεανός). Σχέδια για τη σύνδεση των δύο θαλασσών χρονολογούνται από τη δεύτερη π.Χ. χιλιετία και… … Dictionary of Greek
Λευκάδα — I Νησί (303 τ. χλμ., 20.751 κάτ.) του Ιονίου πελάγους, Β της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης και πολύ κοντά στην ακτή της Αιτωλοακαρνανίας, από την οποία τη χωρίζει στενός (25 μ.) τεχνητός δίαυλος (διώρυγα της Λ. ή Αλεξάνδρου). Η Λ. είναι το τέταρτο σε … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek