-
1 медиана
(мат) η διάμεσος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > медиана
-
2 поперечина
η διαδοκός, η τραβέρσα (ξεν.), η διάμεσος/εγκάρσια δοκός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поперечина
-
3 брус
брусм τό δοκάρι, ἡ δοκός:поперечный \брус τό μεσοδόκι, ἡ διάμεσος δοκός. -
4 медиана
медианаж мат ἡ διάμεσος. -
5 поперечииа
попереч||ииаж ἡ τραβέρσα, ἡ διάμεσος δοκός, ἡ διαδοκίς / τό σταυρόξυλο (и креста). -
6 посредник
посредни||км ὁ διάμεσος, ὁ μεσολαβών, ὁ μεσίτης:выступить \посредникком μεσολαβώ. -
7 промежутокчный
промежуток||чныйприл (έν-) διάμεσος:\промежутокчныйчная станция ж.-д. ὁ ἐνδιάμεσος σταθμός· \промежутокчныйчное звено ὁ ἐνδιάμεσος κρίκος. -
8 медиана
-ы θ.η διάμεσος (τριγώνου).
См. также в других словарях:
διάμεσος — midway between masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάμεσος — Αυτός που βρίσκεται στη μέση, ανάμεσα σε δύο άλλους· αυτός που μεσολαβεί για μία υπόθεση. (Ανατ.) Ο αναφερόμενος ή εντοπισμένος μεταξύ μερών του σώματος ή στον χώρο μεταξύ ιστών. (Μαθημ.) Όρος που σημαίνει το ευθύγραμμο τμήμα που συνδέει μία… … Dictionary of Greek
διάμεσος — η, ο 1. ο ενδιάμεσος, αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άλλους: Τα δωμάτια χωρίζονται με διάμεσο διάδρομο. 2. (γεωμ.), το θηλ. ως ουσ., διάμεσος η ευθεία που ενώνει την κορυφή ενός τριγώνου με το μέσο της απέναντι πλευράς. 3. αυτός που μεσολαβεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάμεσος κρίκος — Η μορφή από την οποία προέρχεται κατά την εξέλιξη ενός είδους ένα νέο είδος. Ονομάζεται και ενδιάμεση μορφή ή συνδετικός κρίκος. Ο δ.κ. συνδέει φυλογενετικά το νέο είδος με τον πρόγονό του, όπως αποδεικνύεται από ανατομικές, εμβρυολογικές,… … Dictionary of Greek
διάμεσον — διάμεσος midway between masc/fem acc sg διάμεσος midway between neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμέσοις — διάμεσος midway between masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμέσου — διάμεσος midway between masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμέσους — διάμεσος midway between masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμέσῳ — διάμεσος midway between masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάμεσοι — διάμεσος midway between masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοσκελές τρίγωνο — Το τρίγωνο που έχει δύο πλευρές ίσες. Έστω ένα τρίγωνο ΑΒΓ, στο οποίο οι πλευρές ΑΓ και ΑΒ είναι ίσες. Τότε στο τρίγωνο αυτό οι γωνίες Β και Γ, που βρίσκονται απέναντι από τις ίσες πλευρές ΑΓ και ΑΒ αντίστοιχα, είναι ίσες. Αντίστροφα, για να… … Dictionary of Greek