-
1 διαλογος
ὅ1) разговор, беседа Plat., Arst.2) рассуждение -
2 διάλογος
ο диалог; разговор, беседа -
3 διάλογος
[диалогос] ουσ. а диалог.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάλογος
-
4 διάλογος
[диалогос]ουσ α диалог. -
5 πανορθόδοξος διάλογος
πανορθόδοξος διάλογος οвсеправославный диалогΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > πανορθόδοξος διάλογος
-
6 διανοια
ἥ1) замысел, намерение(μαινόλις Aesch.; παλιλλογῆσαί τινι τέν ἑωυτοῦ διάνοιαν Her.)
τέν διάνοιαν ἔχειν τινός Thuc. — намереваться сделать что-л.2) мысль, мнение, взгляд(τέν διάνοιαν ταύτην ἔχειν Plat. и λαβεῖν Arst.)
3) образ мыслей, духовный обликτὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖ εἶναι Isocr. — название «эллины» обозначает, повидимому, уже не племя, а образ мыслей
4) размышление, мышление(πᾶσα δ. ἢ πρακτική, ἢ ποιητική, ἢ θεωρητική Arst.)
ὅ ἐντὸς τῆς ψυχῆς πρὸς αὑτέν διάλογος ἄνευ φωνῆς (sc. ἐστιν ἥ δ.) Plat. — размышление есть внутренняя и беззвучная беседа сознания с самим собой5) разум, сознание, дух6) смысл, значение(ὀνομάτων Lys., Plat.; τοῦ λεγομένου Arst.)
-
7 ενδεικτικος
-
8 νοθος
1) внебрачный, незаконнорожденный(υἱός Hom.; παῖδες Her., Plut.)
κούρη Πριάμοιο νόθη Hom. — побочная дочь Приама2) чужеземныйν. πρὸς μητρός Plut. — (Фемистокл был) по матери иноземного происхождения
3) поддельный, подставной, ложный, фальшивый(λογισμός Plat.; φίλος Plut.)
νόθῃ παιδείᾳ πεπαιδευμένος Plat. — не получивший настоящего воспитания4) подложный (sc. Πλάτωνος διάλογος Anth.) -
9 παραπέρα
См. также в других словарях:
διάλογος — conversation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλογος — Συνομιλία, συζήτηση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα. Στη λογοτεχνία, ο δ. είναι μια μορφή ποικίλου περιεχομένου, που αποσκοπεί στην αναζήτηση της αλήθειας με την παρουσίαση σκέψεων και αντιλήψεων που συχνά έρχονται σε σύγκρουση. Με την… … Dictionary of Greek
διάλογος — ο συνομιλία, συζήτηση μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων: Ο διάλογος ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση υπήρξε εποικοδομητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλόγοιο — διάλογος conversation masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγοις — διάλογος conversation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγου — διάλογος conversation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγους — διάλογος conversation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγων — διάλογος conversation masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγῳ — διάλογος conversation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλογοι — διάλογος conversation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλογον — διάλογος conversation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)