-
1 διαλογος
ὅ1) разговор, беседа Plat., Arst.2) рассуждение -
2 διάλογος
διάλογοςconversation: masc nom sg -
3 διάλογος
ο диалог; разговор, беседа -
4 διάλογος
[диалогос] ουσ. а диалог.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάλογος
-
5 διάλογος
[диалогос]ουσ α диалог. -
6 διάλογος
A conversation, dialogue, Pl.Prt. 335d, Demetr.Eloc. 223;δ. τῆς ψυχῆς πρὸς αὑτήν Pl.Sph. 263e
;οἱ Σωκρατικοὶ δ. Arist. Fr.72
;τὰ ἐν τοῖς δ.
debating arguments,Id.
APo. 78a12: generally, talk, chat, Cic.Att.5.5.2.III = διαλογισμός 1, PHib.1.122 (iii B.C.), PTeb.58.31 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάλογος
-
7 διάλογος
διά-λογος, ὁ, Unterredung, Gespräch, bes. über wissenschaftliche Gegenstände -
8 διάλογος
karşılıklı konuşma, görüşme -
9 διάλογος
dialogue -
10 διάλογος
rozmowa (f) rzecz. -
11 διάλογος
1) dialog2) rozhovor3) rozmluva -
12 διάλογος
dialogueΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διάλογος
-
13 πανορθόδοξος διάλογος
πανορθόδοξος διάλογος οвсеправославный диалогΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > πανορθόδοξος διάλογος
-
14 δημόσιος διάλογος
jавна раcправаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > δημόσιος διάλογος
-
15 dialogue
διάλογος -
16 dialog
διάλογος -
17 rozmluva
διάλογος -
18 dialogue
διάλογος -
19 διαλόγοιο
διάλογοςconversation: masc gen sg (epic) -
20 διαλόγοις
διάλογοςconversation: masc dat pl
См. также в других словарях:
διάλογος — conversation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλογος — Συνομιλία, συζήτηση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα. Στη λογοτεχνία, ο δ. είναι μια μορφή ποικίλου περιεχομένου, που αποσκοπεί στην αναζήτηση της αλήθειας με την παρουσίαση σκέψεων και αντιλήψεων που συχνά έρχονται σε σύγκρουση. Με την… … Dictionary of Greek
διάλογος — ο συνομιλία, συζήτηση μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων: Ο διάλογος ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση υπήρξε εποικοδομητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλόγοιο — διάλογος conversation masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγοις — διάλογος conversation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγου — διάλογος conversation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγους — διάλογος conversation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγων — διάλογος conversation masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγῳ — διάλογος conversation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλογοι — διάλογος conversation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλογον — διάλογος conversation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)