-
1 διάλειμμα
διάλειμμαinterstice: neut nom /voc /acc sg -
2 διάλειμμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάλειμμα
-
3 διάλειμμα
1) break2) interlude3) intermission4) intervalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διάλειμμα
-
4 διαλειμμάτων
διάλειμμαinterstice: neut gen pl -
5 διαλείμμασι
διάλειμμαinterstice: neut dat pl -
6 διαλείμμασιν
διάλειμμαinterstice: neut dat pl -
7 διαλείμματα
διάλειμμαinterstice: neut nom /voc /acc pl -
8 διαλείμματι
διάλειμμαinterstice: neut dat sg -
9 διαλείμματος
διάλειμμαinterstice: neut gen sg -
10 διαλείμματ'
διαλείμματα, διάλειμμαinterstice: neut nom /voc /acc plδιαλείμματι, διάλειμμαinterstice: neut dat sgδιαλείμματε, διάλειμμαinterstice: neut nom /voc /acc dual -
11 διάληψις
διάληψις, later [full] διάλημψις, in Doricized form [full] διάλᾱμψις (q.v.), εως, ἡ, ([etym.] διαλαμβάνω)2ἡ δ. τῆς χώρας
power of holding, capacity,D.S.
3.37.3 containing, storage, PPetr. 3p.141 (iii B. C.).II separating or distinguishing in thought, Epicur.Ep.1p.13U., Phld.D.3.8; separately,Id.
Ir. p.76 W., Rh.1.91 S.III judgement, opinion, Epicur.Nat.28.7;ἡ περὶ θεῶν δ. Plb.6.56.6
; αἱ ὑπὲρ τῶν ἐν Ἅιδου δ. ib.12, cf. LXX 2 Ma. 3.32;ἐγέννησε τὴν περὶ αὑτοῦ δ. ὡς.. D.S.18.54
: esp. in good sense,τῆς προαιρέσεως ἐπ' ἀγαθῷ τὴν δ. ἐχούσης Inscr.Prien.117.60
(i B.C.);ἀρετὴ καὶ δ. BCH37.125
(Abdera, ii B. C.).2 sentence, punishment,ἐνέχεσθαι ἱεροσυλίᾳ καὶ πίπτειν ὑπὸ πικροτέραν δ. Annales du Service 19.40
, cf. 42 (Egypt, i B.C.).IV division, Porph.Sent.36 (pl.); distinction of parts, Arist.IA 705a25: pl., points of division or ramification, Id.PA 647b2; of the divisions of the vertebrae, ib. 652a17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάληψις
См. также в других словарях:
διάλειμμα — interstice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλειμμα — το (AM διάλειμμα, ατος) [διαλείπω] (για χρόνο) προσωρινή παύση, προσωρινή διακοπή, ανάπαυλα νεοελλ. 1. (για σχολεία) διακοπή, ανάπαυλα ανάμεσα σε δύο μαθήματα 2. (σε θέατρο) χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο πράξεις 3. φρ. «κατά διαλείμματα» με… … Dictionary of Greek
διάλειμμα — το η σύντομη διακοπή μιας ενέργειας ή κατάστασης, η ανάπαυλα: Οι μαθητές περιμένουν το διάλειμμα με ανυπομονησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλειμμάτων — διάλειμμα interstice neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλείμμασι — διάλειμμα interstice neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλείμμασιν — διάλειμμα interstice neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλείμματα — διάλειμμα interstice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλείμματι — διάλειμμα interstice neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλείμματος — διάλειμμα interstice neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλείμματ' — διαλείμματα , διάλειμμα interstice neut nom/voc/acc pl διαλείμματι , διάλειμμα interstice neut dat sg διαλείμματε , διάλειμμα interstice neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιαναπαύω — Α 1. επιτρέπω σε κάποιον να αναπαυθεί για λίγο προηγουμένως 2. μέσ. προδιαναπαύομαι αναπαύομαι για λίγο, κάνω διάλειμμα πριν να κάνω κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαναπαύω «κάνω διάλειμμα αναπαύσεως»] … Dictionary of Greek