Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δι'+ἐλαχίστου

  • 1 ἐλαχίστου

    Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐλαχίστου

  • 2 ελαχιστος

        3
         (ᾰ) [superl. к ἐλαχύς, μικρός и ὀλίγος] малейший, самый малый, наименьший
        

    (γέρας HH.; δύναμις Her.; ναῦς μέγισται καὴ ἐλάχισται Thuc.; χρόνος Arst.)

        ἐ. τὸν ἀριθμόν Arst. — численно ничтожный;
        δι΄ ἐλαχίστου (sc. χρόνου) Thuc. — в самое короткое время;
        τὸ ἐλάχιστον Her., Xen., Plat., ἐπ΄ ἐλάχιστον Thuc. и ἐλάχιστα Thuc., Plat. — по меньшей мере;
        παρ΄ ἐλάχιστον Dem. — чуть было (не);
        περὴ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι Plat. — не ставить ни во что;
        ἐλαχίστου λόγου εἶναι Her. — иметь самое небольшое значение;
        ἔστι τὸ ἴσον ἐν ἐλαχίστοις δυσίν Arst. — равенство предполагает по крайней мере два предмета;
        ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι (τὸ πῦρ) Thuc.огонь чуть было (их) не уничтожил

    Древнегреческо-русский словарь > ελαχιστος

  • 3 δεω

         δέω
        I
        (fut. δήσω, aor. ἔδησα, pf. δέδεκα - v. l. у Aeschin. δέδηκα)
        1) связывать
        

    (δεσμῷ τινα, χεῖρας ἱμᾶσιν, τινα χεῖρας τε πόδας τε Hom.)

        2) привязывать
        

    (τινα πρός τινι Aesch., τινά τινι и πρός τι Soph.; ὑπὸ ποσσὴ δήσασθαι πέδιλα Hom.)

        δησάμενοι ὅπλα ἀνὰ νῆα Hom.оснастив корабль

        3) заключать в оковы, заковывать
        

    (τινα ἐν πέδαις и ἐς πέδας Her.; δεδεμένοι πρὸς ἀλλήλους Thuc.; δεθῆναι ἐν τῷ κύφωνι Arst.)

        ἐν δημοσίῳ δεσμῷ δεθείς Plat.заключенный в государственную тюрьму

        4) перен. сковывать
        

    (νόσῳ δεδεμένος Arst.; στόμα μου δέδεται Anth.)

        λύπᾳ εὐναία δέδεται ψυχάν Eur. — душевной скорбью она прикована к постели;
        δ. τινα κελεύθου Hom.закрыть кому-л. путь

        II
        (fut. δεήσω, aor. ἐδέησα, pf. δεδέηκα)
        1) тж. med. ощущать нужду, испытывать недостаток, не иметь
        

    (τινος Hom., Plat., Plut.)

        οὐδὲν δεῖσθαί τινος Thuc., Plat.ни в чем или нисколько не нуждаться;
        τοῦ παντὸς δέω Aesch. — этого у меня совершенно нет (в мыслях);
        πάντως δεῖ τοιοῦτος εἶναι Plat. — он совсем не таков;
        πολλοῦ δέω Plat. — далеко мне (до этого);
        πολλοῦ δεῖς ἀγνοεῖν Plat. — ты отлично знаешь;
        οἱ μάλιστα βίου δεόμενοι Isocr. — наиболее нуждающиеся в средствах к жизни;
        ὑπὸ τοῦ δεῖσθαι ἢ ἄλλῃ τινὴ ἀνάγκῃ Xen.вследствие нужды или в силу какой-л. другой необходимости;
        μικροῦ ἔδεον ἤδη ἐν χερσὴ εἶναι Xen. — дело уже почти дошло до рукопашного боя;
        πεσεῖν ὀλίγου δεήσας Plut. — чуть было не упавший;
        τοσοῦτον ἐδέησάν με τῆς παλαιᾶς ἀγνοίας ἀπαλλάξαι, ὥστε καὴ … Luc. — они не только не освободили меня от прежнего неведения, но даже …(досл. они настолько не …, что даже …);
        ἑνὸς δέοντα πεντήκοντα ἔτεα Her. — пятьдесят без одного, т.е. сорок девять лет;
        μικροῦ δέοντα τέτταρα τάλαντα Dem.почти четыре таланта

        2) недоставать, нехватать
        преимущ. impers.:
        πολλοῦ δεῖ οὕτως ἔχειν Plat. — дело обстоит далеко не так;
        ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι (αὐτούς) Thuc. (огонь) чуть было не уничтожил их;
        ἔδοξάν μοι ὀλίγου δ. τοῦ πλείστου ἐνδεεῖς εἶναι Plat. — мне показалось, что убожество их достигает, пожалуй, крайних пределов

        3) impers. δεῖ нужно, необходимо
        

    (δεῖ τινός τινι Her., Aesch., Thuc., Plat. etc., реже δεῖ τινός τινα Aesch., Eur., Xen.)

        μακροῦ λόγου δεῖ ταῦτ΄ ἐπεξελθεῖν Aesch. — долго нужно говорить, чтобы рассказать это;
        ἔδεε καταπαῦσαι Δημάρητον τῆς βασιληΐης Her. — Демарату пришлось лишиться царской власти:
        εἴ τι δέοι или ἐάν τι δέῃ Xen.если бы понадобилось

        4) med. просить
        

    (τινός τινος Her., Soph. и τινος ποιεῖν τι Her., Xen., Plat., редко τινα ποιεῖν τι Thuc.)

        τοῦτο ὑμῶν δέομαι καὴ παρίεμαι Plat. — вот о чем я вас убедительно прошу;
        ὅπερ ἐδεόμεθά σου Plat. — то, о чем мы тебя просили;
        δ. τινος δέησιν Aeschin. или δέημα Arph.обращаться к кому-л. с просьбой

        5) med. желать, хотеть
        

    (τινος Her.)

        τοῦτο δέομαι παθεῖν Plat.я хотел бы подвергнуть это испытанию

    Древнегреческо-русский словарь > δεω

См. также в других словарях:

  • ἐλαχίστου — ἐλάχιστος smallest masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… …   Dictionary of Greek

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

  • Λίμπιγκ, Γιούστους φον- — (Justus von Liebig, Ντάρμστατ 1803 – Μόναχο 1873). Γερμανός χημικός και πανεπιστημιακός. Ήταν γιος εμπόρου χημικών προϊόντων και έδειξε από νεαρή ηλικία ενδιαφέρον για χημικά πειράματα. Το 1820 γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Βόνης και το 1821… …   Dictionary of Greek

  • μελτέμια ή ετησίαι — Σταθεροί ανεμοι που πνέουν στην κατώτερη ατμόσφαιρα. Είναι κυρίως του βόρειου τομέα (ΒΑ ΒΔ ή και Δ) και επικρατούν στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου κατά τη θερμή περίοδο, ιδίως την περίοδο Μαΐου Σεπτεμβρίου. Στις ελληνικές θάλασσες, τα μ.… …   Dictionary of Greek

  • непослѣдьныи — (1*) пр. Не краткий, продолжительный: что ѹбо рекѹ. и ѡ онои въдрѹженѣи цьркъви. ѡ нѣи же рещи. и ˫авити дѣло мънѣ. и словѹ непослѣдьномѹ. (οὐκ ἐλαχίστου) ЖФСт XII, 44 об. Ср. послѣдьныи …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Eftýchios Bitsákis — (en grec : Ευτύχιος Μπιτσάκης, né en Crète en 1927) est professeur de philosophie et d’histoire des sciences à l’Université de Jannina, professeur de physique théorique à l université d Athènes puis directeur de la revue Outopia. Il a été… …   Wikipédia en Français

  • Βόσπορος — (τουρκ. Boazici). Το στενό που χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία και συγχρόνως συνδέει τον Εύξεινο Πόντο με την Προποντίδα. Έχει μήκος περίπου 31 χλμ. και πλάτος από 550 (ελάχιστο) έως 3.200 (μέγιστο) μ. Η φυσική διαμόρφωση του Β. παρουσιάζει… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • βιοκλιματολογία — Επιστημονικός κλάδος που εξετάζει τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των κλιματικών συνθηκών και των φαινομένων της ζωής. Οι σχέσεις αυτές είναι είτε άμεσες είτε έμμεσες και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τη γεωγραφική κατανομή των οργανισμών όσο και …   Dictionary of Greek

  • δημογραφία — Επιστήμη που μελετά τη σύνθεση, τις μεταβολές και τη δυναμική του πληθυσμού. Αντικείμενο της μελέτης της δ. είναι επομένως όλα τα φαινόμενα βιολογικού χαρακτήρα –όπως οι γεννήσεις και οι θάνατοι– ή κοινωνικού –όπως οι γάμοι και οι μεταναστεύσεις– …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»