-
1 εγγυτάτου
-
2 ἐγγυτάτου
-
3 ἐγγύτερος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγγύτερος
См. также в других словарях:
ἐγγυτάτου — ἐγγύτατος nearer masc/neut gen sg ἐγγύτερος nearer masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράλλαξη — (Μαθημ.). Η γωνία που σχηματίζουν οι οπτικές κατευθύνσεις προς ένα ορισμένο αντικείμενο, όταν το παρατηρούμε από δύο διαφορετικά σημεία. Αν γνωρίζουμε την π. και την απόσταση μεταξύ των δύο σημείων παρατήρησης, είναι εύκολο να βρούμε την απόσταση … Dictionary of Greek