-
1 μωλύω
A boil imperfectly, parboil, scald, simmer, ( μολυν- codd.);σκληρότερα μὲν τὰ μεμωλυσμένα γίγνεται τῶν ἑφθῶν Id.Mete. 381a21
(v.l. μεμολ-); of a herb, μωλυθεῖσα πυρὶ σμαλερῷ Poet.deherb. 101, cf. 138; of half-roasted meat, [κρέα] πρὸς ὀλίγον τῷ πυρὶ μεμωλυσμένα Hld.2.19
( μεμολ- codd.).II of ulcers, 'go off the boil', fail to come to a head, subside, fade away,σκληρὰ καὶ ἄπεπτα πάντα ἐμωλύνθη Hp. Epid.7.3
(v.l. ἐμολ-) ; συνελειαίνετο (v.l. ἐπεχλιαίνετο) ταῦτα, καὶ ἐμωλύνθη (v.l. κατεμωλύθη) καὶ οὐκ ἀπεπύησεν ib.2.2.6 ( = ἠφανίσθη καὶ κατὰ βραχὺ ἀπεμαράνθη· οὕτως γὰρ καλεῖ τὸ τῆς ὀξείας κινήσεως καὶ μεταβολῆς παυσάμενον καὶ ἀποψυχθέν, Gal.17(1).328); μωλυόμενα· κατὰ βραχὺ ἀπομαραινόμενα, Hp. ap. Gal.19.124; μεμωλυσμένους (- μολ- codd.)· ἔνιοι μὲν τοὺς κατεψυγμένους, ἔνιοι δὲ τοὺς ἐσκιρρωμένους καὶ λιθώδεις ᾠήθησαν, Gal.19.121; of certain diseases, κατὰ τὴν ἀρχὴν ὑποβρύχιά τε καὶ μωλυνόμενα ( μολ- codd.) φαίνεται latent and ' simmering', Id.9.898; cf. μεμολυσμένως.2 relax, μεμωλυσμένη· παρειμένη, Hsch. s.v. μῶλυς; μωλύεται· γηράσκει, Id.; μωλύειν· τὸ ἐκλύειν καὶ διέλκειν καὶ μαραίνειν, Phryn.PSp.89 B.; μωλύον κρέας· τὸ ἠρέμα διαχεόμενον καὶ μὴ συνεστός, ibid.; δι' οὗ μωλύονται αἱ ὁρμαὶ καὶ τὰ πάθη, as expl. of μῶλυ, Cleanth. ap. Apollon.Lex. s.v. μῶλυ.III also of ulcers, become septic, ἢν ἕλκος γένηται.., καὶ μὴ ταχὺ ὑγιανθῇ ἀλλὰ μωλυνθῇ ( μολυνθῇ codd., quod fort. legend.) Hp.Steril.213.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский