-
1 εικων
- όνος, поэт. тж. οῦς ἥ(Her. acc. sing. ώ, acc. pl. Eur., Arph. ούς)
1) изображение, подобие (изваяние, портрет и т.п.)(χρυσῆ Plat.; λιθίνη Plut.)
εἱ. γεγραμμένη τινός Plut. — картина, изображающая что-л.2) образ, отражение3) видение, призрак(ἦλθεν εἰ. Eur.)
4) образ, сравнение, уподобление(δι΄ εἰκόνων λέγειν Plat.; αἱ τῶν ποιητῶν εἰκόνες Arst.)
5) представление, мысленный образ(πατρός Eur.)
См. также в других словарях:
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek