Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δη-μήτηρ

  • 1 родительница

    роди́те||льница
    ж уст. ἡ μητέρα, ἡ μάννα, ἡ μήτηρ.

    Русско-новогреческий словарь > родительница

  • 2 начало

    α.
    1. αρχή•

    начало пути αρχή του δρόμου•

    начало и конец αρχή και τέλος•

    брать начало αρχίζω.

    2. έναρξη, ξεκίνημα•

    начало учебного года αρχή της εκπαιδευτικής χρονιάς•

    в начале поприща στην αρχή της σταδιοδρομίας•

    начало спектакля έναρξη θεάματος.

    3. βάση, θεμελιώδης αρχή•

    социалистическое начало η αρχή του σοσιαλισμού•

    коммунистическое начало η αρχή του κομμουνισμού•

    начало равенства αρχή της ισότητας•

    на коллективных -ах σε κολλεχτιβίστικες αρχές.

    4. πλθ. -а τα πρώτα στοχεία, οι βάσεις, θεμελιώδεις αρχές•

    -а химии θεμελιώδεις αρχές της χημείας.

    5. αιτία•

    праздность -всех зол αργία μήτηρ πάσης κακίας.

    6. παλ. κανόνας, επιστημονικός νόμος, αρχή•

    первое - Ньютона η πρώτη αρχή του Νεύτωνα.

    εκφρ.
    в симом -е – στην αρχή-αρχή, αρχικά•
    с самого -а – στην αρχή, ευθύς εξ αρχής•
    с -а пятого, – αμέσως μετά τις τέσσερις η ώρα•
    доброе начало – половина делаπαρμ. η αρχή είναι το ήμισυ παντός•
    под -ом – υπο τις διαταγές•
    по -у – από την αρχή, εξ αρχής.

    Большой русско-греческий словарь > начало

  • 3 порок

    α.
    ελάττωμα, μειονέκτημα κακό•

    безработица-один из -ов капитализма η ανεργία είναι μια πληγή του καπιταλισμού•

    праздность всех -ов наших мать παρμ. αργία μήτηρ πάσης κακίας•

    он избавился от всех своих -ов αυτός απέβαλε όλα τα ελαττώματα του.

    || βλάψιμο•

    у него порок сердца αυτός έχει βλάψιμο στην καρδιά.

    Большой русско-греческий словарь > порок

  • 4 Dam

    subs.
    Of animals; use P. and V. μήτηρ, ἡ.
    Of a river, etc.: use P. χῶμα, τό.
    ——————
    v. trans.
    Throw up earth: P. προσχοῦν (absol.).
    Blook up: P. and V. φράσσειν, P. ἐμφράσσειν; see Block.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dam

  • 5 Matron

    subs.
    Mother: P. and V. μήτηρ, ἡ.
    Woman: P. and V. γυνή, ἡ.
    Old woman: P. and V. γραῦς, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Matron

  • 6 Mother

    subs.
    P. and V. μήτηρ, ἡ, V. ἡ τίκτουσα, Ar. and V. ἡ τεκοῦσα.
    Of or from a mother: Ar. and V. μητρόθεν.
    On the mother's side: P. and V. πρὸς μητρός, V. μητρόθεν:P. κατὰ τὴν μητέρα (Thuc. 1, 127).
    Mother of all (as adj.); V. παμμήτωρ.
    Mother of arts (as adj.): V. μουσομήτωρ.
    Mother of iron (as adj.); V. σιδηρομήτωρ.
    Having the same mother, adj.: Ar. and P. ὁμομήτριος.
    Mother city, subs: P. μητρόπολις, ἡ.
    Mother wit: P. οἰκεία σύνεσις (Thuc. 1, 138).
    Of a mother, adj.: P. and V. μητρῷος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mother

  • 7 Treasure

    subs.
    P. and V. θησαυρός, ἡ, V. θησαύρισμα, τό, κειμήλιον, τό.
    The long-buried treasure of the sons of Priam: V. χρυσοῦ παλαιαὶ Πριαμιδῶν κατώρυχες (Eur., Hec. 1002).
    met.. P. and V. θησαυρός, ἡ, V. κειμήλιον, τό.
    Money: P. and V. χρήματα, τά, πλοῦτος, ὁ.
    Of a beloved object: use V. φος, τό, φῶς, τό; see Darling.
    ——————
    v. trans.
    Value highly: P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι; use vulue.
    Treasure up: P. and V. θησαυρίζειν (or mid.) (Soph., frag.), Ar. and P. κατατθεσθαι.
    Be treasured up: P. ἀποκεῖσθαι.
    A man who has father and mother treasured up in his house: P. πατὴρ... ὅτῳ καὶ μητὴρ... ἐν οἰκίᾳ κεῖνται κειμήλιοι (Plat., Leg. 931A).
    Preserve: P. and V. σώζειν, φυλάσσειν; see Preserve.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Treasure

  • 8 Unnamed

    adj.
    P. and V. νώ νυμος.
    Unnatural, adj.
    Inhuman: P. and V. ἄγριος, θηριώδης, P. μισάνθρωπος; see Cruel.
    Horrible: P. and V. νόσιος, μιαρός, νομος; see Horrible, Monstrous.
    Superhuman: V. οὐ κατʼ ἄνθρωπον, P. and V. μείζων ἢ κατʼ ἄνθρωπον (Isoc.).
    Unreasonable: P. ἄλογος.
    An unnatural mother: V. μήτηρ μήτωρ (Soph., El. 1154).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unnamed

  • 9 Dindymon

    Dindymon (Mt.)
    Δίνδυμον, τό.
    The mother goddess of Dindymon: Δινδυμήνη μήτηρ, ἡ; see Cybele, Demeter.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dindymon

См. также в других словарях:

  • μήτηρ — μήτηρ, ἡ (ΑΜ) βλ. μητέρα …   Dictionary of Greek

  • μητήρ — μήτηρ mother fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήτηρ — mother fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρα, ἄλλοτε μήτηρ. — См. Другие дни, другие сны …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἄλλοτε μήτηρ. — См. Иному счастье мать, иному мачиха …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὁμοιότης φιλότητος μήτηρ. — См. Кому на ком жениться, тот в того и родится …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πότνια μήτηρ. — См. Родина святая …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Γη Μήτηρ — (Μητέρα Γη). Υπέρτατη γυναικεία θεότητα των αρχαίων γεωργικών πολιτισμών, η οποία εξασφάλιζε τη γονιμότητα των αγρών. Η θρησκευτική ιδέα που ενυπάρχει στη λατρεία της Γ.Μ. βασίζεται στο ότι η γεωργία αποτελεί το θεμέλιο κάθε μορφής πολιτισμού και …   Dictionary of Greek

  • μητράσι — μήτηρ mother fem dat pl μήτηρ mother fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητράσιν — μήτηρ mother fem dat pl μήτηρ mother fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητρί — μήτηρ mother fem dat sg μήτηρ mother fem dat sg μητρίς one s mother country fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»