-
1 δηναιός
δηναιόςlong-lived: masc nom sg -
2 δηναιός
A long-lived, Il.5.407;δ. κλέος Theoc.16.54
; long-continued,ὁδοιπορίη IG14.1780
;χρόνος A.R.4.1547
;βίος AP6.39.7
(Arch.): neut. as Adv., Man.3.143.2 aged, ; ancient, θρόνοι ib. 912 (and in Eu. 846(lyr.), δαναιᾶν should be restored with Dindorf for δαμαίων, cf. Call.Fr. 105);ἀοιδοί Id.Jov.60
; worn out,δένδρα Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηναιός
-
3 δηναιός
δηναιός ( δϝήν): long-lived, Il. 5.407†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δηναιός
-
4 δηναιά
δηναιόςlong-lived: neut nom /voc /acc plδηναιά̱, δηναιόςlong-lived: fem nom /voc /acc dualδηναιά̱, δηναιόςlong-lived: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
5 δηναιόν
δηναιόςlong-lived: masc acc sgδηναιόςlong-lived: neut nom /voc /acc sg -
6 δηναιαί
δηναιόςlong-lived: fem nom /voc pl -
7 δηναιοί
δηναιόςlong-lived: masc nom /voc pl -
8 δηναιούς
δηναιόςlong-lived: masc acc pl -
9 δηναιή
δηναιόςlong-lived: fem nom /voc sg (epic ionic) -
10 δηναιήν
δηναιόςlong-lived: fem acc sg (epic ionic) -
11 δαναιόν
δᾱναιόν, δηναιόςlong-lived: masc acc sg (doric)δᾱναιόν, δηναιόςlong-lived: neut nom /voc /acc sg (doric) -
12 δηναιών
-
13 δηναιῶν
-
14 δαναιάν
-
15 δαναιᾶν
-
16 δηναιάς
-
17 δηναιᾶς
-
18 δηναιοίσι
-
19 δηναιοῖσι
-
20 δηναιού
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δηναιός — δηναιός, ή, όν και δωρ. τ. δαναιός, ά όν (Α) 1. μακροχρόνιος, διαρκής 2. γέροντας 3. αρχαίος, παλαιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρήθηκε σύνθετη από τα δην και *αιFos, παράλληλο τ. τού αιών, πράγμα πιο πιθ. από την υπόθεση ότι προέρχεται από δην +… … Dictionary of Greek
δηναιός — long lived masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηναιά — δηναιός long lived neut nom/voc/acc pl δηναιά̱ , δηναιός long lived fem nom/voc/acc dual δηναιά̱ , δηναιός long lived fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηναιῶν — δηναιός long lived fem gen pl δηναιός long lived masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηναιόν — δηναιός long lived masc acc sg δηναιός long lived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηναιαί — δηναιός long lived fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηναιοῖσι — δηναιός long lived masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηναιοί — δηναιός long lived masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηναιοῦ — δηναιός long lived masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηναιούς — δηναιός long lived masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηναιᾶς — δηναιός long lived fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)