-
1 δημοτικός
δημοτικόςmasc nom sg -
2 δημοτικός
municipalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δημοτικός
-
3 δημοτικά
δημοτικόςneut nom /voc /acc plδημοτικά̱, δημοτικόςfem nom /voc /acc dualδημοτικά̱, δημοτικόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 δημοτικώτερον
δημοτικόςadverbial compδημοτικόςmasc acc comp sgδημοτικόςneut nom /voc /acc comp sg -
5 δημοτικωτάτων
δημοτικόςfem gen superl plδημοτικόςmasc /neut gen superl pl -
6 δημοτικωτέρων
δημοτικόςfem gen comp plδημοτικόςmasc /neut gen comp pl -
7 δημοτικόν
δημοτικόςmasc acc sgδημοτικόςneut nom /voc /acc sg -
8 δημοτικώτατα
δημοτικόςadverbial superlδημοτικόςneut nom /voc /acc superl pl -
9 δημοτικώτατον
δημοτικόςmasc acc superl sgδημοτικόςneut nom /voc /acc superl sg -
10 δημοτικαί
δημοτικόςfem nom /voc pl -
11 δημοτικοί
δημοτικόςmasc nom /voc pl -
12 δημοτικούς
δημοτικόςmasc acc pl -
13 δημοτικωτάτην
δημοτικόςfem acc superl sg (attic epic ionic) -
14 δημοτικωτάτοις
δημοτικόςmasc /neut dat superl pl -
15 δημοτικωτάτου
δημοτικόςmasc /neut gen superl sg -
16 δημοτικωτάτους
δημοτικόςmasc acc superl pl -
17 δημοτικωτέρου
δημοτικόςmasc /neut gen comp sg -
18 δημοτικωτέρους
δημοτικόςmasc acc comp pl -
19 δημοτικέ
δημοτικόςmasc voc sg -
20 δημοτική
δημοτικόςfem nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
δημοτικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικός — ή και ιά, ό (AM δημοτικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο, στον λαό νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στον δήμο ή υπάγεται στη δικαιοδοσία τής δημοτικής αρχής (σε αντιδιαστολή με αυτόν που υπάγεται στο δημόσιο ή σε ιδιώτες) 2.… … Dictionary of Greek
δημοτικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με το λαό ή προέρχεται από αυτόν: Τα δημοτικά τραγούδια είναι ιδιαίτερα δημοφιλή στην ύπαιθρο. 2. αυτός που έχει σχέση ή αναφέρεται στο δήμο ως διοικητική περιφέρεια: Τα δημοτικά τέλη του δήμου μας είναι ιδιαίτερα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημοτικά — δημοτικός neut nom/voc/acc pl δημοτικά̱ , δημοτικός fem nom/voc/acc dual δημοτικά̱ , δημοτικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικώτερον — δημοτικός adverbial comp δημοτικός masc acc comp sg δημοτικός neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικωτάτων — δημοτικός fem gen superl pl δημοτικός masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικωτέρων — δημοτικός fem gen comp pl δημοτικός masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικῶν — δημοτικός fem gen pl δημοτικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικόν — δημοτικός masc acc sg δημοτικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικώτατα — δημοτικός adverbial superl δημοτικός neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικώτατον — δημοτικός masc acc superl sg δημοτικός neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)