-
1 δημολογικος
См. также в других словарях:
δημολογικός — ή, ό (Α δημολογικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δημολογία αρχ. ο έμπειρος αγοραστής … Dictionary of Greek
δημολογικόν — δημολογικός suited to public speaking masc acc sg δημολογικός suited to public speaking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)