-
1 δημαγωγια
ἥ досл. руководство народом, управление страной, преимущ. в неодобр. знач. заискивание у народа, демагогия(δ. οὐ πρὸς χρηστοῦ ἐστιν ἀνδρός Arph.; δ. ὅταν τὸν ὄχλον δημαγωγῶσιν οἱ ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ ὄντες Arst.; κολακεία ὄχλου καὴ δ. Plut.)
-
2 δημαγωγία
η демагогия -
3 υποθρυπτομαι
1) быть несколько изнеженным2) втихомолку наслаждатьсяὑ. προσώπῳ (τινός) Anth. — украдкой целовать чьё-л. лицо
См. также в других словарях:
δημαγωγία — δημαγωγίᾱ , δημαγωγία control fem nom/voc/acc dual δημαγωγίᾱ , δημαγωγία control fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημαγωγίᾳ — δημαγωγίαι , δημαγωγία control fem nom/voc pl δημαγωγίᾱͅ , δημαγωγία control fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημαγωγία — Όρος που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι και έχει καθιερωθεί πια διεθνώς. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν δημαγωγό τον ρήτορα του οποίου η ευγλωττία ενθουσίαζε τους ακροατές ή τον πολιτικό που ήξερε να παρασύρει τον λαό. Στον Αριστοτέλη (Πολιτικά, βιβλ.… … Dictionary of Greek
δημαγωγία — η η τέχνη του δημαγωγού, η πολιτική συμπεριφορά που αποσκοπεί στην κατάκτηση της εμπιστοσύνης του λαού με ψεύτικες υποσχέσεις και άλλα απατηλά μέσα: Όλες οι υποσχέσεις του προεκλογικού λόγου του ήταν καθαρή δημαγωγία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημαγωγίας — δημαγωγίᾱς , δημαγωγία control fem acc pl δημαγωγίᾱς , δημαγωγία control fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημαγωγίαι — δημαγωγία control fem nom/voc pl δημαγωγίᾱͅ , δημαγωγία control fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημαγωγίαν — δημαγωγίᾱν , δημαγωγία control fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημαγωγιῶν — δημαγωγία control fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημαγωγίαις — δημαγωγία control fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Demagogy — (/ˈdɛməɡ … Wikipedia
Демагогия — … Википедия