-
21 как-то
επίρ.1. κάπως, κατά τι, κατά κάποιον τρόπο•мне как-то не по себе α) κάπως δεν είναι καλά ή δεν ταιριάζει, β) κάπως δεν είμαι καλά (στην υγεία)•
здесь как-то не уютно εδώ πάπως δεν είναι άνετα.
2. πως, με ποιόν τρόπο.3. σαν να, σάμπως•я как-то встретил его на улице σάμπως να τον συνάντησα στο δρόμο.
4. όπως, δηλαδή, παραδείγματος χάρη•все предприятия как-то: строительные, текстильные, транспортные... όλες οι επιχειρήσεις, όπως: οι οικοδομικές, υφαντουργικές, μεταφορών...
εκφρ.как-то раз – μια φορά, κάποτε. -
22 сиречь
(σύνδ. επεξηγηματικός)παλ. δηλαδή• μ άλλα λόγια. -
23 слежаться
-итсяρ.σ. συμπιέζομαι, συμπυκνώνομαι•сено -лось, значит не сухо было το χόρτο κάθισε, δηλαδή δεν ήταν στεγνό (ήταν χλωρό).
-
24 то-бишь
σύνδ.επεξηγηματικός• (απλ.) δηλαδή. -
25 то-есть
(ως αρκτικόλεξο: т. е.).1. (σύνδ. επεξηγηματικός)• δηλαδή, δηλονότι, ήτοι. || για να είμαι πιο ακριβής, κατ ακριβολογία.2. (εκφράζει απορία, αμφιβολία)•то-есть как это ты не видел? λοιπόν, πως δεν το είδες αυτό;
3. (μόριο επιτακτικό)• λοιπόν να• απλούστατα. -
26 Clearly
adv.( Know or speak) clearly: P. and V. σαφῶς, Ar. and V. σάφα (rare P.), V. τορῶς, τρανῶς, σκεθρῶς, Ar. and P. καθαρῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Clearly
-
27 Evidently
adv.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Evidently
-
28 Manifestly
adv.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Manifestly
-
29 Obviously
adv.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Obviously
-
30 Plainly
adv.Simply: P. and V. ἁπλῶς.Candidly: P. and V. ἁπλῶς, ἄντικρυς, ἐλευθέρως.Outspokenly: P. μετὰ παρρησίας, V. παρρησίᾳ.Speak plainly, v.: P. παρρησιάζεσθαι.Intelligibly: P. and V. γνωρίμως.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Plainly
-
31 demek
λέω, σημαίνω δηλαδή, τότε
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δηλαδή — clearly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλαδή — (AM δηλαδὴ και δῆλα δὴ) επίρρ. μσν. νεοελλ. (ως επεξηγηματικό) ήτοι, τουτέστιν νεοελλ. 1. (με έννοια συλλογιστική) βεβαίως λοιπόν, είναι λοιπόν φανερό («συνέχεια υπόσχεσαι και ποτέ δεν κρατάς τις υποσχέσεις σου δηλαδή με ειρωνεύεσαι») 2. ώστε… … Dictionary of Greek
δηλαδή — σύνδ. επεξηγηματικός, λοιπόν, σαν να λέμε: Αναφέρεται πάντα σε δύο προϊστάμενους, δηλαδή στο διευθυντή και τον υποδιευθυντή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek