-
1 δηλήσηται
δηλέομαιhurt: aor subj mp 3rd sg -
2 ὑπερβασία
A passover, given as equiv. to Πάσχα, J.AJ 2.14.6: but commonly,II metaph., transgression, trespass,ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται Il.3.107
;τίσασθαι μνηστῆρας ὑ. ἀλεγεινῆς Od.3.206
;τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀνδρῶν ὑ. κατάσχοι; S.Ant. 605
(lyr.): pl., Il.23.589, Od.22.168, Hes.Op. 828.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερβασία
-
3 δηλέομαι
δηλέομαι, fut. δηλήσομαι, aor. (ἐ) δηλήσαντο: harm, slay, lay waste; τινὰ χαλκῷ, Od. 22.368; καρπόν, Il. 1.156; abs., Il. 14.102; met., μή τις ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται, Il. 3.107.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δηλέομαι
См. также в других словарях:
δηλήσηται — δηλέομαι hurt aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)