-
121 δαλέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαλέομαι
-
122 δαλιοχεῖν
A = παιδὶ συνεῖναι (Ambrac.); also, = μοιχεύειν, Hsch.: [full] δαλιοχός· μοιχός, Id. [full] δαλίς· μωρός, Id. [full] δάλκιον· πινάκιον, Id. [full] δάλλει· κακουργεῖ, Id. (Cf. δηλέομαι.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαλιοχεῖν
-
123 δύσδηλις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσδηλις
-
124 πανδάλητος
A = ἐπίτριπτος, Hippon.2 (vv.Il. πανδάληκτος, πανδαύληκτος, whence Bgk. proposes [full] πανδαύχνητος, = πανδάφνωτος, all laurel-crowned).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανδάλητος
-
125 φρενοδαλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρενοδαλής
-
126 ἀδήλητος
II [voice] Act., not hurting, δεσμός ib.41.199.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδήλητος
-
127 διαδηλέομαι
δια - δηλέομαι, aor. διεδηλήσαντο: tear in pieces, Od. 14.37†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > διαδηλέομαι
-
128 καταδηλέομαι
κατα-δηλέομαι, sehr beschädigen, vernichten
См. также в других словарях:
δηλέομαι — (I) δηλέομαι και δαλέομαι (Α) 1. (για πρόσωπα) βλάπτω, φέρνω βλάβη σε κάποιον (τυχαία ή σκόπιμα) (α. «μήπως, ἵππους δηλήσεαι», Ιλ. β. «ἠέ σε... ἄνδρες ἐδηλήσαντο» σέ έβλαψαν, σέ φόνευσαν, Οδ.) 2. (για πράγματα) προκαλώ βλάβες, φθείρω («οὐδὲ ποτ… … Dictionary of Greek
δεδηλημένα — δηλέομαι hurt perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδηλημένᾱ , δηλέομαι hurt perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδηλημένᾱ , δηλέομαι hurt perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδηλημένον — δηλέομαι hurt perf part mp masc acc sg δηλέομαι hurt perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδηλημένων — δηλέομαι hurt perf part mp fem gen pl δηλέομαι hurt perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλεῖτο — δηλέομαι hurt pres opt mp 3rd sg (epic ionic) δηλέομαι hurt imperf ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλουμένων — δηλέομαι hurt pres part mp fem gen pl (attic epic doric) δηλέομαι hurt pres part mp masc/neut gen pl (attic epic doric) δηλόω make visible pres part mp fem gen pl δηλόω make visible pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλούμενον — δηλέομαι hurt pres part mp masc acc sg (attic epic doric) δηλέομαι hurt pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) δηλόω make visible pres part mp masc acc sg δηλόω make visible pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλήσεαι — δηλέομαι hurt aor subj mp 2nd sg (epic) δηλέομαι hurt fut ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλήσεται — δηλέομαι hurt aor subj mp 3rd sg (epic) δηλέομαι hurt fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλήσομαι — δηλέομαι hurt aor subj mp 1st sg (epic) δηλέομαι hurt fut ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδηλῆσθαι — δηλέομαι hurt perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)